Τι σημαίνει το por στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης por στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του por στο ισπανικά.

Η λέξη por στο ισπανικά σημαίνει από, ανά, κατά, μέσω, κοντά σε κτ, δίπλα σε κτ, για, μπροστά από, για, για, για, αντί για, για, γιατί, επειδή, με, με, κατά, επί, με, -, μακάρι να είχα, μακάρι να'χα, και τι δε θα'δινα, και τι δε θα έδινα, από, προς τιμήν, για, για, για, σε, ανά, για, με το να, για, για, επί, εξαιτίας, μέσω, κατά τη διάρκεια, μέσα από, δίπλα σε, για, υπέρ, μέσα από, λόγω, εξαιτίας, για χάρη κπ, ανά, για, λόγω, εξαιτίας, μέσω, λόγω, εξαιτίας, ως αποζημίωση για, από, για, από, -, -, στην υγειά του/της, για, από, κάπου, σε, με, σε, προς τα έξω, από, σε, ανά, στην, στις, από μέσα, μέσω, υποβόσκων, γραπτός, ξεμυαλισμένος, ξετρελαμένος, δύο φορές την εβδομάδα, επιστολικός, επιστολογραφικός, ποσέ, ηλιόλουστος, μόνο με πρόσκληση, μη μισθωτός, που έχουν εξαντληθεί, αυτοαπασχολούμενος, αυτοαπασχολούμενη, με πεσμένο ηθικό, αυτολύπηση, αυτόματος, προμεσημβρινός, έτσι, συνεπώς, δυστυχώς, προφανώς, σαφώς, αυτόματα, στα γρήγορα, ευτυχώς, τελείως, εντελώς, πλήρως, προφανώς, ξεχωριστά, χωριστά, τέλος, συνήθως, γενικά, ευτυχώς, ανεξάρτητα, αυτόνομα, επ' αόριστον, εκ περιτροπής, εθελουσίως, εκουσίως, οικειοθελώς, χωριστά, ξεχωριστά, διπλά, διπλάσια, εξαιρετικά, εξαίσια, καταπληκτικά, στιγμιαία, ξεχωριστά, ενστικτωδώς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης por

από

preposición (voz pasiva)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
El árbol fue talado por el vecino.
Το δέντρο κόπηκε από τον γείτονά του.

ανά, κατά

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
El estacionamiento cuesta 60 pesos por hora.
Η στάθμευση κοστίζει 60 πένες την ώρα.

μέσω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Pasamos por St. Louis de camino a Nueva Orleans.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πήγε στη Θεσσαλονίκη μέσω Λάρισας.

κοντά σε κτ, δίπλα σε κτ

Hay un bebedero por la cancha de tenis.
Υπάρχει ένας καταψύκτης κοντά στο γήπεδο του τένις.

για

preposición (όφελος, βοήθεια)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
¿Harías algo por mí?
Θα κάνεις κάτι για μένα;

μπροστά από

Siempre pasamos por el correo de camino al trabajo.
Περνάμε πάντα από το ταχυδρομείο πηγαίνοντας στη δουλειά.

για

preposición (τιμή)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Solo pagó diez dólares por esa camisa.
Πλήρωσε μόνο δέκα δολάρια για αυτό το πουκάμισο.

για

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La pelota libró la ventana por un metro.

για

(χρονική διάρκεια)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Estuvo fuera por cuatro horas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Λείπει εδώ και τέσσερις ώρες.

αντί για, για

(στη θέση κάποιου)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
No quiero hacer el trabajo por él.
Δε θέλω να κάνω τη δουλειά του αντί για (or: για) αυτόν.

γιατί, επειδή

preposición (εξαιτίας)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Le pusieron deberes extra por maldecir en clase.
Του έδωσαν επιπλέον δουλειά για το σπίτι για τις βρισιές που είπε στην τάξη.

με

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Lo conozco por su nombre de pila.
Τον ξέρω με το μικρό του όνομα.

με

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Por la autoridad que se me confiere, os declaro marido y mujer.

κατά

preposición

Se conocieron por casualidad.

επί

(multiplicación)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Dos por ocho es dieciséis.
Δύο φορές το τέσσερα κάνει οχτώ.

με

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ella compra los huevos por docena.
Αγόρασε αυγά με την ντουζίνα. Πληρωνόμαστε με την ώρα.

-

preposición (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Dirigirse al norte por el noreste.
Προχώρα βόρεια-βορειοανατολικά.

μακάρι να είχα, μακάρι να'χα, και τι δε θα'δινα, και τι δε θα έδινα

preposición

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Lo que daría por un plato de sopa ahora mismo!

από

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Se marchó por temor a que se rieran de él.

προς τιμήν

preposición (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La iglesia organizó un funeral por las víctimas del terremoto.

για

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
¡Luchamos por nuestra libertad!

για

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La cola delante de la taquilla continuaba por kilómetros.

για

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Hay una oferta de tres por uno en ropa de verano.

σε

preposición (για πρόποση)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
¡Por la feliz pareja! ¡Brindemos!

ανά

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Puedo hacer casi 40 millas por galón en ese coche.

για

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Los melones están a dos por una libra en el mercado.

με το να

(σπάνιο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Pudo irse con sus amigas por haber terminado pronto sus tareas.
Με το να κάνει τα μαθήματά της νωρίς, είχε τη δυνατότητα να κάνει παρέα με τους φίλους της.

για

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Corrí por tres manzanas antes de alcanzarlo.

για

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Venimos por segunda vez.

επί

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
El tablero debe medir 2 por 4 pies.

εξαιτίας

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Suspendió los exámenes porque no había estudiado lo suficiente.
Απέτυχε στις εξετάσεις του, επειδή δεν διάβασε αρκετά.

μέσω

(διαδρομή)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Siempre viajo a Europa vía Nueva York.
Συνήθως πηγαίνω μέσω Νέας Υόρκης όποτε πετάω για Ευρώπη.

κατά τη διάρκεια

(día, noche)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La calle es muy ruidosa de día, pero de noche está tranquila.
Ο δρόμος είναι πολύβουος την ημέρα αλλά πολύ ήσυχος τη νύχτα.

μέσα από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La bala pasó a través de su cuerpo.
Η σφαίρα πέρασε μέσα από το σώμα του.

δίπλα σε

(κοντά σε)

Las llaves están ahí junto a la puerta.
Τα κλειδιά είναι εκεί πέρα, δίπλα στην πόρτα.

για

(ES) (σκοπός)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Fue a por leche. Volverá enseguida.
Έχει πάει για γάλα. Θα γυρίσει σύντομα.

υπέρ

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Él estaba a favor del plan, pero su mujer estaba en contra.
Αυτός ήταν υπέρ του σχεδίου, αλλά η γυναίκα του ήταν κατά. Είναι υπέρ του φιλελεύθερου υποψήφιου για τη δημαρχία.

μέσα από

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Un ladrillo penetró a través de la ventana de la cocina.

λόγω, εξαιτίας

(με γενική)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

για χάρη κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No apagues la música por mí, no me molesta.

ανά

Las clases de música cuestan cien dólares por hora.
Τα μαθήματα μουσικής κοστίζουν εκατό δολάρια την ώρα.

για

preposición

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
El ladrón asaltó al anciano por unos pocos pesos.
Ο κλέφτης επιτέθηκε στον ηλικιωμένο άντρα για μερικές λίρες.

λόγω, εξαιτίας

(με γενική)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Me he retrasado por el tráfico.
Άργησα λόγω (or: εξαιτίας) της πολλής κίνησης.

μέσω

(με γενική)

¿No lo puedes enviar por correo electrónico?
Δεν μπορείς απλά να το στείλεις με email;

λόγω, εξαιτίας

(με γενική)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
¡Hoy es un día hermoso y estoy feliz por el sol!
Είναι ωραία μέρα σήμερα και είμαι χαρούμενη... γιατί έχει λιακάδα!

ως αποζημίωση για

preposición

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me otorgaron seis mil libras por las perdidas sufridas.
Έλαβα έξι χιλιάδες λίρες ως αποζημίωση για τη ζημιά που υπέστην.

από

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Laura subió el volumen por rencor. // Los padres hicieron lo que hicieron por amor a sus hijos.
Η Λώρα δυνάμωσε την ένταση από κακία.

για

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Él está aquí por negocios.
Είναι εδώ για δουλειές.

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Murió por un virus tropical.
Πέθανε από έναν τροπικό ιό.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Pasó por mi casa.
Ήρθε σπίτι μου. Πήγα με το αυτοκίνητο στο γραφείο για να πάρω κάτι φακέλους.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Él pasó por delante de la farmacia.
Πέρασε το φαρμακείο.

στην υγειά του/της

interjección

για

preposición (για ερώτηση)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Estaba preguntando por tu madre ¿Qué debo decirle?

από

preposición (για όνομα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A Judith la llamaron así por su abuela.
Η Τζούντιθ πήρε το όνομα από τη γιαγιά της.

κάπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Está James por la oficina?
Είναι ο Τζέιμς στο γραφείο;

σε, με

preposición

Él sonrió por la idea de que vería a su novia que vivía lejos en sólo unos días.

σε

preposición

Lo puedes asegurar por muy poco dinero.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η επιβάρυνση είναι 5% επί του συνολικού ποσού.

προς τα έξω

preposición (κατά λέξη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ella salió por la puerta.

από, σε

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Podemos hablar por teléfono si lo prefieres.
Μπορούμε να τα πούμε μέσω τηλεφώνου αν προτιμάς.

ανά

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
El límite de velocidad en las zonas residenciales es de 30 millas por hora.

στην, στις

(για ώρα)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Kevin trabaja por la noche.
Ο Κέβιν δουλεύει το βράδυ (or: τα βράδια). Το ηλικιωμένο ζευγάρι βγαίνει, πάντα, για βόλτα στις 4 μ.μ.

από μέσα

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Iba pasando por aquí cuando lo vimos.

μέσω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los fertilizantes llegan a la bahía por medio de los vertidos que arrastran las tormentas.

υποβόσκων

(figurado)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Abigail sospechaba que era la culpa subyacente de Trevor lo que lo llevó a abrir una organización benéfica.
Η Άμπιγκεϊλ υποψιάστηκε ότι η υποβόσκουσα ενοχή του Τρέβορ ήταν αυτή που τον οδήγησε στο να ανοίξει ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα.

γραπτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si desea cancelar su póliza, por favor, envíenos una notificación escrita al menos treinta días antes de la fecha de renovación. Los estudiantes que quieran abandonar el recinto escolar en horas lectivas debe tener permiso escrito de sus padres.
Εάν επιθυμείτε να ακυρώσετε τη σύμβασή σας, παρακαλείσθε να μας αποστείλετε γραπτή ειδοποίηση τουλάχιστον τριάντα ημέρες πριν από την ημερομηνία ανανέωσής της.

ξεμυαλισμένος, ξετρελαμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

δύο φορές την εβδομάδα

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιστολικός, επιστολογραφικός

(formal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cuidadosamente, Luke leyó la orden epistolar en voz alta.

ποσέ

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ηλιόλουστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μόνο με πρόσκληση

(PR)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μη μισθωτός

(por pieza)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχουν εξαντληθεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No pudimos ir al concierto porque las entradas estaban agotadas.
Δεν μπορούσαμε να πάμε στην συναυλία επειδή τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί.

αυτοαπασχολούμενος, αυτοαπασχολούμενη

(εργαζόμενος χωρίς εργοδότη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Estaba encantada de ser autónoma porque era su propia jefa y podía trabajar desde casa.

με πεσμένο ηθικό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτολύπηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτόματος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προμεσημβρινός

(hora)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έτσι, συνεπώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Así, todos decidieron continuar.
Έτσι (or: συνεπώς), όλοι αποφάσισαν να προχωρήσουν.

δυστυχώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lamentablemente no ganamos el juego.
Δυστυχώς δε νικήσαμε στον αγώνα.

προφανώς, σαφώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Obviamente, nos fuimos cuando se acabó la cerveza.
Εννοείται πως μόλις τελείωσε η μπύρα φύγαμε.

αυτόματα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στα γρήγορα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Liza paró brevemente en la tienda de camino al concierto.
Η Λίζα σταμάτησε για λίγο στο μαγαζί ενώ πήγαινε στη συναυλία.

ευτυχώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Karen llegó tarde a la parada del autobús, pero, afortunadamente, el autobús también llegaba tarde.
Η Κάρεν άργησε να πάει στη στάση, αλλά ευτυχώς άργησε και το λεωφορείο.

τελείως, εντελώς, πλήρως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El paciente estaba completamente consciente, pero también totalmente paralizado.
Ο ασθενής ήταν εντελώς ξύπνιος, αλλά και εντελώς παραλυμένος.

προφανώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Aparentemente Jonah no fue a la conferencia: nadie lo vio allí.
Ο Τζόνα προφανώς δεν παρακολούθησε το συνέδριο. Κανείς δεν τον είδε εκεί.

ξεχωριστά, χωριστά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Trataremos el problema individualmente más tarde.
Θα αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα ξεχωριστά (or: χωριστά) αργότερα.

τέλος

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Finalmente, asegúrense de no haber olvidado sus cosas.
Τέλος, πρόσεξε να μην ξεχάσεις τα πράγματά σου.

συνήθως, γενικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La primavera aquí normalmente es fresca con lluvias frecuentes.
Η άνοιξη εδώ είναι συνήθως κρύα με συχνές βροχοπτώσεις.

ευτυχώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Afortunadamente no hubo heridos en el accidente.
Ευτυχώς δεν υπήρξαν τραυματίες από το ατύχημα.

ανεξάρτητα, αυτόνομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Μπορεί να σταθεί χωρίς βοήθεια, αλλά χρειάζεται βοήθεια για να περπατήσει.

επ' αόριστον

(μέχρι νεοτέρας)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El uso del gimnasio los fines de semana queda suspendido indefinidamente.
Η χρήση του γυμναστηρίου τα σαββατοκύριακα αναβάλλεται επ' αόριστον.

εκ περιτροπής

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Η ταινία είναι τη μια στιγμή αστεία και την άλλη συγκινητική.

εθελουσίως, εκουσίως, οικειοθελώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

χωριστά, ξεχωριστά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cada uno es individualmente responsable de sus actos.

διπλά, διπλάσια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Debido al mal clima y al poco tiempo, estamos doblemente en desventaja.

εξαιρετικά, εξαίσια, καταπληκτικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cuando devolví el perro perdido a su familia, me recompensaron generosamente.

στιγμιαία

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me detuve momentáneamente cuando Teresa me dijo que estaba embarazada.

ξεχωριστά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Las propiedades se vendieron separadamente.

ενστικτωδώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los bebés lloran instintivamente.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του por στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του por

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.