Τι σημαίνει το analyse στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης analyse στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του analyse στο Γαλλικά.
Η λέξη analyse στο Γαλλικά σημαίνει ανάλυση, ανάλυση, ανάλυση, ανάλυση, ψυχανάλυση, αναλυτική, ανάλυση, ψυχοθεραπεία, δοκιμή, ανάλυση, ανάλυση, εξετάζω, εξετάζω, μελετώ, ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω, αναλύω, αναλύω, αναλύω συντακτικά, ψυχαναλύω, κρίνω, εξετάζω, εξετάζω, αναλύω, κάνω εξόρυξη, αναλύω κτ με τη λογική, αναλύω κτ με τη λογική, αναλύω, αναλύω, εξηγώ, ερμηνεύω, ερμηνεύω, υπολογίζω, ερμηνεύω, αιματολογική εξέταση, ανάλυση, λογισμός, επανανάλυση, ανάλυση ούρων, άτομο που κάνει ψυχανάλυση, συγκριτική αξιολόγηση, εισαγωγή στο μαθηματικό λογισμό, ανάλυση ανταποδοτικότητας κόστους, ανάλυση κόστους-οφέλους, οικονομική ανάλυση, χημική ανάλυση, κριτική σκέψη, αναγνώριση γενετικής ταυτότητας, γραμματική ανάλυση, επιστημονικό πείραμα, γλωσσολογική ανάλυση, ανάλυση αγοράς, φασματοσκοπική ανάλυση, φασματική ανάλυση, συντακτική ανάλυση, κριτική κειμένου, λογοτεχνική ανάλυση, χρηματοοικονομική ανάλυση τάσεων, ανάλυση ούρων, ανάλυση διασποράς, εξέταση αίματος, έκθεση επιχειρησιακής σκοπιμότητας έργου, πιο προσεκτική ματιά, σκανάρισμα, τεστ DNA, εξέταση γενετικών δεικτών, ανάλυση κινδύνου, ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, προκαταρκτική αξιολόγηση, συστηματική ανασκόπηση, συστηματική αναθεώρηση, εις βάθος έρευνα, συγκρίνω, αυτοψία, ανάλυση εκ των υστέρων, αναλυτικά στοιχεία, εκτίμηση κινδύνου, αξιολόγηση κινδύνου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης analyse
ανάλυσηnom féminin (étude détaillée) (λεπτομερειακή εξέταση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous prendrons une décision après l'analyse approfondie du problème. Θα καταλήξουμε σε μια απόφαση μόνο μετά από προσεκτική ανάλυση του προβλήματος. |
ανάλυσηnom féminin (résultat de recherches) (αποτελέσματα εξέτασης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Notre analyse démontre que le processus est efficace. Η ανάλυσή μας δείχνει ότι η διαδικασία είναι αποτελεσματική. |
ανάλυσηnom féminin (Sciences) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'analyse des métaux présents dans le minerai nécessitait l'utilisation d'acide. Οξύ χρησιμοποιήθηκε στην ανάλυση των μετάλλων που βρίσκονταν στα ορυκτά. |
ανάλυσηnom féminin (raisonnement scientifique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous basons nos conclusions sur l'analyse, non sur des croyances ou des conjectures. |
ψυχανάλυσηnom féminin (psychanalyse) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La recherche a mis en évidence un parti pris pour le behaviorisme au détriment de l'analyse. |
αναλυτικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανάλυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son analyse de l'étude scientifique n'a identifié aucun problème quant à la logique ou aux méthodes utilisées. Από την ανάλυση της επιστημονικής μελέτης που έκανε δεν προέκυψαν προβλήματα ούτε στην επιχειρηματολογία ούτε στις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν. |
ψυχοθεραπεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δοκιμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les scientifiques vont procéder à leurs tests. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πήγα στο γιατρό για να κάνω μια εξέταση αίματος. |
ανάλυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les résultats de l'analyse n'ont fait état de la présence d'aucune toxine. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης δεν ανέφεραν την παρουσία καμίας τοξίνης. |
ανάλυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Une analyse de la recherche, ses résultats et ses implications sont disponibles page 10. Στη σελίδα 10 μπορείτε να διαβάσετε μια ανάλυση της μελέτης, τα ευρήματά της και τις επιπτώσεις της. |
εξετάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les étudiants doivent analyser un passage de Shakespeare pour leur examen. Οι μαθητές πρέπει να αναλύσουν ένα απόσπασμα από τον Σαίξπηρ για τις εξετάσεις τους. |
εξετάζω, μελετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le scientifique va analyser les résultats. Ο επιστήμονας θα εξετάσει (or: μελετήσει) τα αποτελέσματα. |
ερευνώ, διερευνώ, εξετάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les policiers ont analysé les causes de l'accident. Οι αστυνομικοί ερευνητές προσπάθησαν να διερευνήσουν την αιτία του ατυχήματος. |
αναλύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'échantillon minéral sera analysé par un géologue. Το δείγμα του ορυκτού θα αναλυθεί από γεωλόγο. |
αναλύωverbe transitif (des données) (δεδομένα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faudra des mois aux chercheurs pour analyser les données du satellite. Θα πάρει στους αναλυτές μήνες για να αναλύσουν τα δεδομένα από το δορυφόρο. |
αναλύω συντακτικάverbe transitif Traduire un texte en latin est plus facile si tu l'analyses d'abord. |
ψυχαναλύωverbe transitif (psychanalyser) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La thérapeute a analysé son patient. Η θεραπεύτρια έκανε ψυχανάλυση στον ασθενή της. |
κρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dans un article de journal académique, le professeur a analysé le nouveau livre concernant l'Empire russe. Στο άρθρο του επιστημονικού περιοδικού, ο καθηγητής έγραψε κριτική για το νέο βιβλίο για την Ρωσική Αυτοκρατορία. |
εξετάζωverbe transitif (Médecine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Neil doit faire analyser son urine afin de déceler toute trace de maladie. |
εξετάζω, αναλύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'inspecteur essayé d'analyser tous les faits. |
κάνω εξόρυξηverbe transitif Ils ont analysé les données à la recherche de modèles d'achat. Έκαναν εξόρυξη δεδομένων αναζητώντας αγοραστικά μοτίβα. |
αναλύω κτ με τη λογική
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναλύω κτ με τη λογική
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναλύωverbe transitif (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναλύω(λέξεις) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Comme devoir, nous devons faire l'analyse de 50 phrases en latin. Πρέπει να αναλύσουμε 50 λατινικές προτάσεις ως εργασία για το σπίτι. |
εξηγώ, ερμηνεύω(εξήγηση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ερμηνεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La chercheuse a interprété les données dans une analyse approfondie qu'elle a plus tard revue et publiée. Η ερευνήτρια ερμήνευσε τα δεδομένα σε μια ευρεία ανάλυση, την οποία στη συνέχεια έστειλε για έλεγχο και δημοσίευση. |
υπολογίζω(des données, des chiffres) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ερμηνεύωverbe transitif (art, poésie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le professeur de littérature a demandé à ses étudiants d'interpréter le poème et de présenter leur analyse à l'écrit. |
αιματολογική εξέτασηnom féminin Son analyse de sang a montré un taux de cholestérol élevé. Η αιματολογική εξέτασή του έδειξε υψηλά επίπεδα χοληστερόλης. |
ανάλυση(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λογισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'enfant prodige a commencé à étudier le calcul infinitésimal à l'école élémentaire. |
επανανάλυσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανάλυση ούρωνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
άτομο που κάνει ψυχανάλυσηnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συγκριτική αξιολόγηση
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εισαγωγή στο μαθηματικό λογισμόnom féminin (μάθημα πανεπιστημίου) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ανάλυση ανταποδοτικότητας κόστους, ανάλυση κόστους-οφέλους
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
οικονομική ανάλυσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vous trouverez un nombre incroyable d'analyses économiques sur le monde actuel. |
χημική ανάλυσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κριτική σκέψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) De nos jours, les enseignants essayent d'encourager l'esprit critique (or: l'analyse critique) chez leurs élèves. |
αναγνώριση γενετικής ταυτότηταςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γραμματική ανάλυσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιστημονικό πείραμαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pour confirmer le diagnostic d'une maladie, il faut souvent recourir à des analyses de laboratoire. |
γλωσσολογική ανάλυσηnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανάλυση αγοράςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φασματοσκοπική ανάλυσηnom féminin (φυσική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φασματική ανάλυσηnom féminin (φυσική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συντακτική ανάλυσηnom féminin (Η/Υ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κριτική κειμένου, λογοτεχνική ανάλυσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χρηματοοικονομική ανάλυση τάσεωνnom féminin (bourse) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'analyse de tendance prévoit que l'indice boursier dépassera bientôt les 10 000 points. |
ανάλυση ούρωνnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανάλυση διασποράςnom féminin (procédure statistique) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εξέταση αίματοςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έκθεση επιχειρησιακής σκοπιμότητας έργου
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πιο προσεκτική ματιά(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκανάρισμαnom féminin (ανεπίσημο, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τεστ DNA(γενετικό προφίλ) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εξέταση γενετικών δεικτώνnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανάλυση κινδύνουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ανασκόπηση της βιβλιογραφίας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προκαταρκτική αξιολόγηση
|
συστηματική ανασκόπηση, συστηματική αναθεώρησηnom féminin |
εις βάθος έρευναnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συγκρίνωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το άρθρο συγκρίνει τα έργα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. |
αυτοψίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'entraîneur réalisa une analyse à froid avec son équipe pour savoir pourquoi ils avaient perdu de manière si spectaculaire. |
ανάλυση εκ των υστέρωνnom féminin (figuré) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αναλυτικά στοιχείαnom féminin (επιχείρησης) |
εκτίμηση κινδύνου, αξιολόγηση κινδύνουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) L'entreprise ne veut pas commencer le projet avant qu'une analyse des risques ait été effectuée. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του analyse στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του analyse
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.