Τι σημαίνει το année στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης année στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του année στο Γαλλικά.

Η λέξη année στο Γαλλικά σημαίνει έτος, έτος, έτος, χρόνος, έτος, κρασί εκλεκτής σοδειάς, έτος φωτός, πρώτη γυμνασίου, έκτη δημοτικού, όγδοη τάξη, ένατη τάξη, δωδέκατη τάξη, σχολική περίοδος, στα μέσα του χρόνου, δευτεροετής, ετήσιος, έναντι του περασμένου έτους, πέρσι, πέρυσι, ετησίως, κάθε χρόνο, κάθε χρόνο, ετησίως, ετήσια, ετήσια, κάθε χρόνο, του χρόνου, φέτος, όλο το χρόνο, Χρόνια πολλά!, προπτυχιακός φοιτητής, προπτυχιακή φοιτήτρια, δευτεροετής, πρωτοετής, φοιτητής, φοιτήτρια, πρωτοετής στρατιωτικής σχολής, δίσεκτο έτος, εποχή του χρόνου, δημοσιονομικό έτος, πρώτο έτος σχολής, σεληνιακό έτος, νέο έτος, σχολική χρονιά, ηλιακό έτος, εκλεκτή χρονιά, εκλεκτή σοδειά, ακαδημαϊκό έτος, ημερολογιακό έτος, πρώτη δημοτικού, τετάρτη δημοτικού, διάλειμμα ενός χρόνου από τις σπουδές, καλή χρονιά, περίοδος διακοπών, δευτέρα δημοτικού, Χριστούγεννα, ερχόμενος χρόνος, επόμενος χρόνος, τελευταίο έτος, τέλος οικονομικού έτους, περίοδος των ισχνών αγελάδων, έτος πρακτικής άσκησης, τελευταίο έτος, διεύθυνση φοιτητικής στέγης, έξοχη χρονιά, περίοδος των Χριστουγέννων, αυτός που κάνει διάλειμμα έναν χρόνο μεταξύ σχολείου και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, τρίτη δημοτικού, πέμπτη τάξη, οικονομικό έτος, ακαδημαϊκό έτος, γιορτάζω την Πρωτοχρονιά, Καλή Χρονιά!, πρωτοχρονιά, τρίτο έτος, οικονομικό έτος, του ακαδημαϊκού έτους, Καλή Χρονιά!, δευτεροετής, δευτεροετής, τελική εξέταση, τριτοετής, πρωτοετής, τελική εξέταση, τελειόφοιτος, τελειόφοιτος, περίοδος, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης année

έτος

(du calendrier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y a douze mois dans une année.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τι χρονιά και αυτή! Περάσαμε πολλά.

έτος

nom féminin (école, comptabilité)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'année scolaire débute en septembre et se finit en juin.

έτος, χρόνος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έτος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
par an

κρασί εκλεκτής σοδειάς

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Fred était un fin connaisseur de vins et connaissait ses millésimes.
Ο Φρεντ ήταν γνώστης των κρασιών και ήξερε από κρασιά εκλεκτής σοδειάς.

έτος φωτός

nom féminin (αστρονομία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
L'étoile de Barnard est à 5.96 années-lumière de la Terre.

πρώτη γυμνασίου

(France : 12-13 ans) (7ο έτος υποχρεωτικής εκπαίδευσης)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

έκτη δημοτικού

(France : 11-12 ans)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

όγδοη τάξη

(France : 13-14 ans)

ένατη τάξη

(France : 14-15 ans)

δωδέκατη τάξη

(France : 17-18 ans) (στις ΗΠΑ)

σχολική περίοδος

(Scolaire)

στα μέσα του χρόνου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δευτεροετής

locution adjectivale (πανεπιστήμιο, δεύτερο έτος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ετήσιος

locution adverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έναντι του περασμένου έτους

locution adverbiale (επίσημο)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πέρσι, πέρυσι

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'année dernière, je suis allé en vacances en Italie.
Πέρυσι πήγα διακοπές στην Ιταλία.

ετησίως

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je paie 10 livres par mois, ce qui totalise 120 livres chaque année.

κάθε χρόνο

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ses soirées de Noël semblent être ratées année après année. Année après année, je dis que je vais arrêter de fumer, mais je ne le fais pas.
Τα Χριστουγεννιάτικα πάρτι του φαίνεται να αποτυγχάνουν κάθε χρόνο. Κάθε χρόνο λέω ότι θα κόψω το κάπνισμα και ποτέ δεν το κάνω.

κάθε χρόνο, ετησίως, ετήσια

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ετήσια, κάθε χρόνο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous célébrons Noël tous les ans.
Τα Χριστούγεννα γιορτάζονται κάθε χρόνο.

του χρόνου

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nous espérons vous revoir l'année prochaine.
Ελπίζουμε να σε ξαναδούμε του χρόνου.

φέτος

nom féminin

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ils ont décidé de se marier cette année.
Αποφάσισαν να παντρευτούν φέτος.

όλο το χρόνο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Χρόνια πολλά!

προπτυχιακός φοιτητής, προπτυχιακή φοιτήτρια

J'aide un étudiant de deuxième année.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι προπτυχιακοί είναι φοιτητές που δεν έχουν πάρει ακόμα το πτυχίο τους.

δευτεροετής

(université) (πανεπιστήμιο)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
La plupart choisissent leur directeur de recherches lorsqu'ils ne sont alors qu'étudiants en deuxième année.
Οι περισσότεροι φοιτητές επιλέγουν το κύριο αντικείμενο σπουδών όταν είναι δευτεροετείς.

πρωτοετής

(université)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

φοιτητής, φοιτήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

πρωτοετής στρατιωτικής σχολής

nom masculin et féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δίσεκτο έτος

nom féminin

Les années bissextiles tombent toujours les années paires.

εποχή του χρόνου

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il fait très froid pour cette période de l'année.

δημοσιονομικό έτος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρώτο έτος σχολής

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En première année d'université, j'avais de très mauvaises notes.

σεληνιακό έτος

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le calendrier musulman est conçu à partir des années lunaires.

νέο έτος

nom féminin

La nouvelle année commence le 1er janvier.
Το νέο έτος ξεκινάει την πρώτη Ιανουαρίου.

σχολική χρονιά

nom féminin (σχολείο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En Nouvelle-Calédonie, l'année scolaire commence fin février pour se terminer vers la mi-décembre.

ηλιακό έτος

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκλεκτή χρονιά, εκλεκτή σοδειά

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
1984 fut une grande année pour le champagne.

ακαδημαϊκό έτος

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ημερολογιακό έτος

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ces tickets doivent être utilisés avant la fin de l'année civile en cours.

πρώτη δημοτικού

(France : 6-7 ans)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Karen a six ans alors elle va entrer au CP en septembre.

τετάρτη δημοτικού

(France : 9-10 ans)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
J'ai commencé le violon en CM1.

διάλειμμα ενός χρόνου από τις σπουδές

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Nous offrons des stages rémunurés pour les étudiants en année de césure. Je ne suis pas sûr de la manière dont je veux passer mon année de césure.
Προσφέρουμε πρακτική άσκηση επί πληρωμή για τους φοιτητές που κάνουν διάλειμμα ενός χρόνου απ' τις σπουδές τους.

καλή χρονιά

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ils ont trinqué et se sont tous souhaité une bonne année.
Όλοι τσούγκρισαν τα ποτήρια και ευχήθηκαν καλή χρονιά.

περίοδος διακοπών

nom féminin pluriel

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Beaucoup de gens se sentent plus généreux pendant les fêtes de fin d'année.

δευτέρα δημοτικού

(France : 7-8 ans)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Χριστούγεννα

(η περίοδος των χριστουγεννιάτικων αργιών)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Je rentre chez moi pour la période de Noël.
Θα πάω στην πατρίδα μου τα Χριστούγεννα.

ερχόμενος χρόνος, επόμενος χρόνος

nom féminin

τελευταίο έτος

nom féminin (σπουδές)

τέλος οικονομικού έτους

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

περίοδος των ισχνών αγελάδων

nom féminin (fig) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έτος πρακτικής άσκησης

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελευταίο έτος

nom féminin (πανεπιστήμιο)

Les élèves de dernière année préparent leur mémoire de fin d'études.

διεύθυνση φοιτητικής στέγης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έξοχη χρονιά

nom féminin

περίοδος των Χριστουγέννων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αυτός που κάνει διάλειμμα έναν χρόνο μεταξύ σχολείου και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τρίτη δημοτικού

(France : 8-9 ans)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πέμπτη τάξη

(France : 10-11 ans)

οικονομικό έτος

ακαδημαϊκό έτος

γιορτάζω την Πρωτοχρονιά

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Καλή Χρονιά!

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
« Bonne année ! » ont-ils tous crié éméchés.

πρωτοχρονιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Καλή πρωτοχρονιά!

τρίτο έτος

nom féminin (France) (πανεπιστήμιο)

Beaucoup d'universités offrent aux étudiants la chance de passer leur troisième année à l'étranger.

οικονομικό έτος

nom féminin (Royaume-Uni : finit le 5 avril)

του ακαδημαϊκού έτους

(adresse,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Καλή Χρονιά!

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δευτεροετής

nom masculin et féminin (άτομο στη δεύτερη χρονιά)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Les deuxièmes années du bureau d'avocat sont en charge d'une affaire épineuse.

δευτεροετής

(France, université)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous nous sommes rencontrés alors que nous étions étudiants de (or: en) deuxième année et nous sommes mariés trois ans plus tard.

τελική εξέταση

nom masculin (πριν την αποφοίτηση)

J'ai passé mon examen de fin d'année de chimie la semaine dernière.
Έγραψα το τελικό διαγώνισμα χημείας την περασμένη εβδομάδα.

τριτοετής

(France, équivalent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gary est un étudiant de troisième année et essaie de décider s'il doit s'inscrire dans une école supérieure de troisième cycle

πρωτοετής

locution adjectivale (université)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les sportifs de première année peuvent essayer d'intégrer les équipes premières.
Οι πρωτοετείς αθλητές μπορούν να δοκιμάσουν να μπουν στις μικρές ομάδες του πανεπιστημίου.

τελική εξέταση

nom masculin pluriel (πριν την αποφοίτηση)

J'ai passé mes examens de dernière année la semaine passée et je suis maintenant sur le point d'avoir mon diplôme.
Έδωσα τις τελικές εξετάσεις (or: απολυτήριες εξετάσεις) μου την περασμένη βδομάδα και τώρα είμαι έτοιμος να αποφοιτήσω.

τελειόφοιτος

locution adjectivale (université)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les élèves de quatrième année commencent à faire des recherches sur les emplois qui pourraient être disponibles après la remise des diplômes.
Οι τελειόφοιτοι φοιτητές αρχίζουν να βλέπουν δουλειές που ίσως να είναι διαθέσιμες μετά την αποφοίτησή τους.

τελειόφοιτος

(France, université)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Les élèves de troisième année (or: Les troisièmes années) révisent pour leurs examens.

περίοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Demain, les enfants retournent à l'école pour le semestre d'été.

nom féminin (période de 12 mois)

L'année commence le 1er janvier et se termine le 31 décembre. Certaines années sont bissextiles.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του année στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του année

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.