Τι σημαίνει το âme στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης âme στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του âme στο Γαλλικά.

Η λέξη âme στο Γαλλικά σημαίνει ψυχή, ψυχή, ψυχή, άτομο, καρδιά, πνεύμα, ψυχή, ψυχή, είναι, αναπαύσου εν ειρήνη, δύναμη ψυχής, ούτε ψυχή, κανείς, αδιάφορος, με λεία κάννη, με αρχές, ψυχή τε και σώματι, κατά βάθος, ολοκληρωτικά, αιωνία του/της η μνήμη, θνητός, αδερφή ψυχή, χαμένος, ψυχή, αδερφή ψυχή, ομοΐδεάτης, άνθρωπος, πλάσμα, ψυχή ζώσα, αδερφικός φίλος, αδερφική φίλη, αδελφή ψυχή, καλόβουλος, καλοπροαίρετος, αφήνω την τελευταία μου πνοή, αφοσιώνομαι σε κτ, βρίσκω την αληθινή αγάπη, παραδίδω πνεύμα, πεθαίνω, απολωλός πρόβατο, ανθρωπιστικός, φιλανθρωπικός, αγαθοεργός, δεν έχω τύψεις, ξεπουλιέμαι, παντρεμένος, όπλο με λεία κάννη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης âme

ψυχή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quand tu meurs, ton âme va au paradis.
Όταν πεθαίνεις, η ψυχή σου πάει στον παράδεισο.

ψυχή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je t'aime de tout mon cœur et de toute mon âme.
Σ' αγαπώ με όλη την καρδιά και την ψυχή μου.

ψυχή

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle met toute son âme dans son art.
Βάζει όλη της την ψυχή στην τέχνη της.

άτομο

nom féminin (personne)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ce petit village compte une trentaine d'âmes.

καρδιά

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Madrid est peut-être la capitale, mais on dit que Tolède est l'âme de l'Espagne.

πνεύμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il n'y a que dans les films où l'on peut voir l'esprit de quelqu'un quitter son corps.
Μόνο στις ταινίες βλέπεις τη ψυχή κάποιου να βγαίνει απ' το σώμα του.

ψυχή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψυχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

είναι

(nature profonde)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Theresa déteste les menteurs de tout son être.
Η Τερέζα μισεί τους ψεύτες με όλο της το είναι.

αναπαύσου εν ειρήνη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La pierre tombale portait l'inscription « R.I.P. ».

δύναμη ψυχής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Faire face à ses ennemis au combat requiert bravoure et courage.

ούτε ψυχή, κανείς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Personne n'était en faveur des hausses de prix.

αδιάφορος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με λεία κάννη

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με αρχές

(άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψυχή τε και σώματι

(καθαρεύουσα, λόγιος)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Η Μιράντα αφιερώθηκε με όλο της το είναι στην εκτέλεση του τραγουδιού.

κατά βάθος

adverbe

Marilyn a toujours été une grande amie des animaux dans l'âme.

ολοκληρωτικά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il s'est investi corps et âme dans ce projet.

αιωνία του/της η μνήμη

(inscription sur tombes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θνητός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
As-tu lu "De Simples Mortels" de Norman Rush ?

αδερφή ψυχή

nom féminin (μεταφορικά)

Tout le monde espère trouver une âme sœur avec qui partager sa vie.
Όλοι ελπίζουν να βρουν μια αδερφή ψυχή με την οποία να μοιραστούν τη ζωή τους.

χαμένος

nom féminin (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il erre comme une âme en peine.

ψυχή

nom féminin (με άρνηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il était 2 h du matin et il n'y avait pas âme qui vive dans les rues.

αδερφή ψυχή, ομοΐδεάτης

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John a trouvé une âme sœur en Rebecca, qui aimait les chevaux autant que lui.

άνθρωπος, πλάσμα, ψυχή ζώσα

nom féminin (surtout dans une négation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si je te confie ce secret, tu dois me jurer de n'en parler à aucune âme qui vive ! Aucune âme qui vive n'est aussi douce et aimable que toi.

αδερφικός φίλος, αδερφική φίλη

nom féminin (για φιλική σχέση)

Certains croient que nous avons tous une âme sœur.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι ο καθένας έχει μια αδερφή ψυχή.

αδελφή ψυχή

nom féminin (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καλόβουλος, καλοπροαίρετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αφήνω την τελευταία μου πνοή

(figuré : mourir)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Après avoir reçu l'extrême-onction, elle a rendu son dernier souffle.

αφοσιώνομαι σε κτ

verbe pronominal (soutenu)

Pour devenir un grand athlète, il faut se vouer corps et âme au sport.

βρίσκω την αληθινή αγάπη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'adolescente romantique espère trouver le grand amour.

παραδίδω πνεύμα

locution verbale (figuré : objet)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ma vieille imprimante a rendu l'âme.

πεθαίνω

locution verbale (mourir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απολωλός πρόβατο

nom féminin (Religion) (λόγιο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il a commis un péché mortel et maintenant, le prêtre le voit comme une âme perdue.
Διέπραξε θανάσιμο αμάρτημα, και, τώρα, ο ιερέας τον θεωρεί απολωλός πρόβατο.

ανθρωπιστικός, φιλανθρωπικός, αγαθοεργός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δεν έχω τύψεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je n’ai eu aucun scrupule à le dénoncer à la police : c'était un criminel violent et sans aucune compassion.

ξεπουλιέμαι

(μειωτικό, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο καλλιτέχνης ξεπουλήθηκε και άρχισε να κάνει εμπορικές δουλειές.

παντρεμένος

(figuré) (μτφ: με κπ/κτ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mon copain est marié à son travail mais je suis moi-même aussi un bourreau de travail !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εγώ δε χρειάζομαι γυναίκα. Είμαι παντρεμένος με τη δουλειά μου.

όπλο με λεία κάννη

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του âme στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του âme

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.