Τι σημαίνει το appareil στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης appareil στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του appareil στο Γαλλικά.
Η λέξη appareil στο Γαλλικά σημαίνει συσκευή, οικιακή συσκευή, συσκευή, όχημα, πλινθοδομή, εξοπλισμός, επεξεργαστής, οδός, αεροπλάνο, συσκευή, μηχάνημα, φωτογραφική μηχανή, μαραφέτι, σιδεράκια, αεροπλανοφόρο, τηλεόραση, σκάφος, σιδεράκια, συσκευή ηχογράφησης, επιγονατίδα, γεωτρύπανο, ανελκυστήρας, φωτοτυπικό μηχάνημα, μηχάνημα αιμοκάθαρσης, μηχάνημα αιμοδιάλυσης, φωτογραφική μηχανή, κάμερα, ηλεκτρική συσκευή, ηλεκτρονική συσκευή, όργανο γυμναστικής, γαστρεντερικό σύστημα, ακουστικό βαρηκοΐας, οικιακή συσκευή, μηχανική συσκευή, τηλεόραση, ακτινογράφος, μηχανική υποστήριξη, θήκη για κάμερα, σύστημα διακίνησης, σύστημα διανομής, πεπτικό σύστημα, ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήρας, δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήρας, εξοπλισμός ανύψωσης, αφυγραντήρας, ορθοδοντικό άγκιστρο, ορθοπεδικός νάρθηκας, σύστημα σύνθεσης ομιλίας, υποβρύχια φωτογραφική μηχανή, φωτογραφική μηχανή μονοοπτικού ρεφλέξ, ηλεκτρική συσκευή, οικιακή συσκευή, αναπνευστική συσκευή, αναπνευστήρας, όργανα αναπαραγωγής, μασελάκι, όργανο γυμναστικής, δημιουργός προφίλ, αναπνευστική συσκευή, εξωστοματικό τόξο, ελεγκτής, -, σύστημα υποστήριξης ζωής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης appareil
συσκευή(mécanique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cet appareil futuriste balaie le sol tout seul. Αυτή η φουτουριστική συσκευή σκουπίζει το πάτωμα μόνη της. |
οικιακή συσκευήnom masculin Le magasin d'électroménager solde ses appareils ce week-end. Το κατάστημα ειδών ανακαίνισης έχει εκπτώσεις στις οικιακές συσκευές αυτό το σαββατοκύριακο. |
συσκευήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
όχημαnom masculin (moyen de transport) (συνήθως στη γη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le pilote a fait atterrir l'appareil en toute sécurité. |
πλινθοδομήnom masculin (Construction : pose des briques) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εξοπλισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) De quelle sorte d'appareil (or: équipement) a-t-on besoin pour l'expérience ? Τι είδους εξοπλισμό απαιτεί το πείραμα; |
επεξεργαστής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Couper les oignons et l'ail à l'aide d'un appareil (or: robot). Ψιλόκοψε τα κρεμμύδια και το σκόρδο με έναν επεξεργαστή τροφίμων. |
οδός(Anatomie : digestif) (ανατομία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Plusieurs cancers peuvent se développer dans l'appareil digestif. |
αεροπλάνο(aéronautique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nous sommes montés à bord de l'avion avec dix minutes d'avance. Επιβιβαστήκαμε στο αεροπλάνο δέκα λεπτά νωρίτερα. |
συσκευή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μηχάνημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tous les procédés de fabrication ont été effectués par une machine. |
φωτογραφική μηχανή(συσκευή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle a apporté son appareil photo pour prendre des photos. Έφερε τη φωτογραφική της μηχανή για να βγάλει μερικές φωτογραφίες. |
μαραφέτι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sa société fait un appareil qui suit les tempêtes. |
σιδεράκια(δόντια) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) J'ai dû porter un appareil dentaire jusqu'à mes quinze ans. |
αεροπλανοφόροnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τηλεόρασηnom masculin (de télévision) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous éprouvons actuellement des difficultés techniques, n'ajustez pas votre appareil. Αντιμετωπίζουμε τεχνικά προβλήματα. Μην ρυθμίσετε την τηλεόρασή σας. |
σκάφος(avion) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mon père m'emmène faire un tour dans son avion. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Μπιλ οδήγησε κωπηλατώντας το μικρό σκάφος ανάμεσα στα βράχια. |
σιδεράκια(souvent au pluriel) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Elle avait hâte qu'on lui retire ses bagues une fois que ses dents seraient redressées. Δεν κρατιόταν να βγάλει τα σιδεράκια της μόλις ίσιωσαν τα δόντια της. |
συσκευή ηχογράφησης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επιγονατίδαnom masculin (στο γόνατο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Claire porte un appareil orthopédique au genou pour courir. Η Κλαιρ φορά επιγονατίδα στο γόνατό της όταν τρέχει. |
γεωτρύπανο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les appareils de forage sur terre sont différents des appareils de forage en mer. Τα γεωτρύπανα που χρησιμοποιούνται στη στεριά διαφέρουν από εκείνα που χρησιμοποιούνται στη θάλασσα. |
ανελκυστήρας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'appareil de levage ne fonctionnait pas, il a donc été remplacé. Ο ανυψωτικός μηχανισμός χάλασε και έτσι αντικαταστάθηκε. |
φωτοτυπικό μηχάνημαnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μηχάνημα αιμοκάθαρσης, μηχάνημα αιμοδιάλυσης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Après la greffe de rein de Paul, il n'a plus eu besoin de l'appareil de dialyse (or: du dialyseur). |
φωτογραφική μηχανή, κάμεραnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ηλεκτρική συσκευήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ηλεκτρονική συσκευήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il ne supporte pas de ne pas avoir l'appareil électronique tout dernier cri. |
όργανο γυμναστικής
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γαστρεντερικό σύστημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ακουστικό βαρηκοΐας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Elle commence à devenir sourde mais elle refuse de porter un appareil auditif. Κουφαίνεται σιγά σιγά, αρνείται όμως να φορέσει ακουστικό βαρηκοΐας. |
οικιακή συσκευή
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μηχανική συσκευήnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τηλεόρασηnom masculin (technique, fiscal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ακτινογράφοςnom masculin (médecine) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μηχανική υποστήριξη
L'utilisation des appareils de maintien en vie soulève des questions éthiques. Υπάρχουν ηθικά διλήμματα όσον αφορά τη διατήρηση στη ζωή με μηχανική υποστήριξη. Επειδή ήταν εγκεφαλικά νεκρός, η οικογένεια του Τζιμ αποφάσισε να διακόψει τη μηχανική υποστήριξη. |
θήκη για κάμεραnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σύστημα διακίνησης, σύστημα διανομήςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πεπτικό σύστημαnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ψηφιακή φωτογραφική μηχανήnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai utilisé mon appareil photo numérique pour filmer le discours de mon ami. |
δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήραςnom masculin (μηχάνημα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήραςnom masculin (μηχάνημα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εξοπλισμός ανύψωσηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αφυγραντήραςnom masculin (συσκευή) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ορθοδοντικό άγκιστροnom masculin |
ορθοπεδικός νάρθηκαςnom masculin |
σύστημα σύνθεσης ομιλίαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
υποβρύχια φωτογραφική μηχανήnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φωτογραφική μηχανή μονοοπτικού ρεφλέξnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ηλεκτρική συσκευήnom masculin |
οικιακή συσκευήnom masculin |
αναπνευστική συσκευήnom masculin (équipement de pompier) (μέσο ατομικής προστασίας) |
αναπνευστήραςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
όργανα αναπαραγωγήςnom masculin (Méd) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
μασελάκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Une fois ses bagues retirées, Wendy a encore dû conserver un appareil (or: un faux-palais). |
όργανο γυμναστικής
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δημιουργός προφίλnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αναπνευστική συσκευήnom masculin (équipement médical) (για ασθενείς) |
εξωστοματικό τόξοnom masculin (orthodontie) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ελεγκτήςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le régulateur régule la vitesse et la durée de rotation de la roue. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Qui est à l'appareil ? Ποιος είναι; |
σύστημα υποστήριξης ζωής(Médecine) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του appareil στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του appareil
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.