Τι σημαίνει το punto στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης punto στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του punto στο ισπανικά.

Η λέξη punto στο ισπανικά σημαίνει βελονιά, ράμμα, τελεία, σημείο, χαρακτηριστικό, σημάδι, σημαδάκι, σημείο, μέρος, σημείο, σημείο, πόντος, μονάδα, πόντος, κόμμα, θέμα, εκατοστιαία μονάδα, τελεία, συγκυρία, περίσταση, τελεία, ζετέ, εύσημο, τέλος, τελεία, βαθμός, θέμα, τελεία, κουκκίδα, βούλα, κουκκίδα, τελίτσα, τελεία, σημείο, μικρή αυξομείωση τιμής, grain, τελεία, πλέξιμο, ράμμα, κουκκίδα, ριχτή βελονιά, ανεβατή βελονιά, κλικ, σκορ, κουκκίδα, τελεία και παύλα, παρά λίγο να κάνω κτ, ειδικότητα, οπτική γωνία, ευθραυστότητα, ιδιαίτερη ικανότητα, κορύφωση, υπομόχλιο, μπιμπίκι, ελάττωμα, επίπεδο αναφοράς, δείκτης μιλίων, όριο, σημείο κοχλασμού, σταυρόνημα, πλέκω, κάνω ούγια, προέλευση, αδιέξοδο, αδιέξοδο, σημείο ανάφλεξης, σημείο, κρίσιμο σημείο, πλέκω, κάνω ούγια, κατάστημα λιανικής, κοίλωμα, αδυναμία, ευαισθησία, μειονέκτημα, τελευταίος, έτοιμος, σε αυτό, περίπου, σχεδόν, οπτική, σκοπιά, αντίληψη, πλευρά, άποψη, πάτος, πλέκω, ισοσκελισμένος, ισοσκελής, ισοζυγισμένος, υπό του μηδενός, ετοιμόγεννη, που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί, σε αδιέξοδο, γεμάτος, φίσκα, που δεν συγκρίνεται με κτ, έτοιμος να βάλει τα κλάμματα, που έχει σχεδόν τελειώσει, ελαφρυντικός, ρυθμισμένος, η ώρα, ακριβώς, σε κάποιο βαθμό, σε κάποιο βαθμό, σε κάποιο βαθμό, το μεσημέρι, στις δώδεκα το μεσημέρι, σύμφωνα με τους τύπους, ξανά από την αρχή, στη θέση του, σε ένα βαθμό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης punto

βελονιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Marilyn cosió el desgarrón de su falda con unos puntos perfectos.
Η Μέρλιν έραψε το σκίσιμο στη φούστα της με ωραίες βελονιές.

ράμμα

nombre masculino (de sutura)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El corte que tenía Gareth en la cabeza necesitaba puntos.
Το κόψιμο στο κεφάλι του Γκάρεθ χρειάζεται ένα ράμμα.

τελεία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esta oración termina con un punto.
Αυτή η πρόταση λήγει σε τελεία.

σημείο, χαρακτηριστικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El argumento no es el punto fuerte de la película.
Η πλοκή δεν είναι το δυνατό σημείο (or: χαρακτηριστικό) αυτού του έργου.

σημάδι, σημαδάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Había puntos en toda la superficie del papel.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το μολύβι έπεσε και άφησε ένα σημαδάκι στο πάτωμα.

σημείο

nombre masculino (nivel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El agua alcanzó su punto de ebullición.

μέρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Este tren da servicio a Birmingham y todos los puntos del sur.

σημείο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La línea cruza el círculo en dos puntos diferentes.
Η γραμμή τέμνει τον κύκλο σε δύο διαφορετικά σημεία.

σημείο

(momento)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En ese punto, me di cuenta del peligro de la situación.
Σε εκείνη την φάση κατάλαβα την σοβαρότητα της κατάστασης.

πόντος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El rey vale cuatro puntos, la sota tres y la reina dos.

μονάδα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El Dow Jones perdió treinta y dos puntos hoy.

πόντος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Las agujas hacían un ruidito seco mientras Alice hacía punto.

κόμμα

(ES)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El valor de pi es tres coma catorce, aproximadamente.
Η τιμή του π είναι τρία και δεκατέσσερα.

θέμα

(apartado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi discurso se divide en tres apartados.
Ο λόγος μου χωρίζεται σε τρία θέματα.

εκατοστιαία μονάδα

El dólar cayó ocho puntos porcentuales frente al yen.

τελεία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ben hizo una línea de puntos por los límites del mapa.
Βάλε μια σειρά από τελείες στο άκρο του χάρτη.

συγκυρία, περίσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τελεία

nombre masculino (gramática)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Siempre debes usar una mayúscula después de un punto.
Πρέπει πάντα να χρησιμοποιείς κεφαλαίο γράμμα μετά από τελεία.

ζετέ

(ζαργκόν: πλέξιμο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Se me ha salido un punto y tengo que empezar el patrón de nuevo.

εύσημο

nombre masculino (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τέλος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τελεία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La dirección de correo electrónico de Mary es mary punto smith arroba email punto com.
Η ηλεκτρονική διεύθυνση της Μαίρης είναι mary τελεία smith παπάκι email τελεία com.

βαθμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
No estoy seguro de hasta qué punto cree él en lo que dice.
Δεν είμαι σίγουρος σε τι βαθμό πιστεύει αυτά που λέει.

θέμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
"Otros Puntos" era el último punto de la agenda.
Ο τίτλος του τελευταίου θέματος στην ημερήσια διάταξη ήταν «Κάθε Άλλη Υπόθεση».

τελεία, κουκκίδα, βούλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Solo había un punto en el medio de la página.
Υπήρχε μια μεμονωμένη κουκκίδα στη μέση της σελίδας.

κουκκίδα, τελίτσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τελεία

nombre masculino (signo ortográfico)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sustituye la coma por un punto y empieza una nueva oración.

σημείο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El tercer punto que quiero resaltar es que los precios de las viviendas están bajando.

μικρή αυξομείωση τιμής

nombre masculino (unidad de una escala) (οικονομία: χρηματιστήριο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El punto es normalmente un 0.01% del valor de la unidad.
Το ελάχιστο μέγεθος μεταβολής τιμών είναι, συνήθως, το 0,01% της αξίας της μονάδας διαπραγμάτευσης.

grain

nombre masculino (συνήθως για όπλα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El diamante pesaba cinco puntos.

τελεία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
SOS en código morse es punto, punto, punto, raya, raya, raya, punto, punto, punto.

πλέξιμο

(δραστηριότητα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El tejido es un gran pasatiempo para gente que se pone nerviosa si está sentada.
Το πλέξιμο είναι μια σπουδαία ασχολία για εκείνους που δεν μπορούν να ηρεμήσουν όταν κάθονται.

ράμμα

(ιατρική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κουκκίδα

(tipografía)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El jefe prefiere una lista sencilla de ítems con viñetas antes que largas descripciones.
Το αφεντικό προτιμά μια απλή λίστα αντικειμένων με κουκκίδες, παρά εκτενείς περιγραφές. Για να κάνεις μια λίστα με κουκκίδες, κάνε κλικ στο εικονίδιο.

ριχτή βελονιά, ανεβατή βελονιά

κλικ

(ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El entrenador decidió subir el entrenamiento del equipo un escalón más.
Ο προπονητής αποφάσισε να πάει την προπόνηση της ομάδας ένα κλικ πιο πέρα.

σκορ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El marcador final mostró que el equipo local había marcado dos goles y que el visitante había marcado cuatro.
Το τελικό αποτέλεσμα δείχνει ότι η εντός έδρας ομάδα έβαλε δύο γκολ, αλλά η εκτός έδρας ομάδα έβαλε τέσσερα.

κουκκίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Había un puntito de luz arriba, en algún lado.

τελεία και παύλα

locución interjectiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
José es el mejor jugador, ¡y punto!
Ο Χοσέ είναι ο καλύτερος παίκτης· τελεία και παύλα.

παρά λίγο να κάνω κτ

Ten cuidado con ese bastón. ¡Casi me sacas un ojo!
Πρόσεχε με το ραβδί! Σχεδόν μου έβγαλες το μάτι!

ειδικότητα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hacer tartas es la especialidad de Dan.

οπτική γωνία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Desde su posición Dave podía ver a cualquiera que se acercara a la casa.

ευθραυστότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La debilidad de la pared eventualmente terminó con un derrumbe.
Η αδύναμη κατασκευή του τοίχου οδήγησε τελικά στην κατάρρευσή του.

ιδιαίτερη ικανότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lidiar sensiblemente con los inquilinos no es su fortaleza.

κορύφωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La acción se construye hasta llegar a un clímax increíble.
Η δράση σταδιακά φτάνει σε μια απίστευτη κορύφωση.

υπομόχλιο

(μηχανική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El tablón se balanceaba sobre un fulcro.

μπιμπίκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ελάττωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Janine se ha acostumbrado a las pequeñas manías de su marido.

επίπεδο αναφοράς

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Estas cifras de ventas servirán de referencia para el éxito de la compañía en los próximos años.

δείκτης μιλίων

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

όριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le gusta el tequila, pero dos tragos es su tope en noches de semana.

σημείο κοχλασμού

(βρασμός με φουσκάλες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σταυρόνημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tenía un conejo en la mira.
Είχε ένα κουνέλι στο στόχαστρο.

πλέκω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A Kelsey le gustaba tejer cuando estaba agobiada.
Στην Κέσλεϋ άρεσε να πλέκει όταν είχε άγχος.

κάνω ούγια

(tejido) (ζαργκόν)

προέλευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El recién llegado era un hombre de origen misterioso.
Ο νεοαφιχθείς ήταν ένας άνδρας μυστηριώδους προέλευσης.

αδιέξοδο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El público se estaba cansando de la paralización continúa en el congreso.

αδιέξοδο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σημείο ανάφλεξης

(figurado) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La policía fue rápidamente enviada al detonante.

σημείο

(μικρό σημάδι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρίσιμο σημείο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλέκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter tejió una bufanda para sí mismo porque estaba aburrido.
Ο Πήτερ έπλεξε ένα κασκόλ για τον εαυτό του γιατί βαριόταν.

κάνω ούγια

(tejido) (ζαργκόν)

κατάστημα λιανικής

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Las empresas de ropa moderna tienen tiendas en muchos países.
Οι σύγχρονες εταιρείες ένδυσης έχουν καταστήματα λιανικής σε πολλές χώρες.

κοίλωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El suelo oceánico se inclina en una depresión.
Ο πυθμένας της θάλασσας παίρνει κλίση και γίνεται κοίλωμα.

αδυναμία, ευαισθησία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μειονέκτημα

(informal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La principal contra del plan es su elevado coste.
Το μεγαλύτερο μειονέκτημα του σχεδίου είναι το υψηλό του κόστος.

τελευταίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cuando se inventó el teléfono, se alcanzó la cima de la tecnología.
Όταν πρωτοεφευρέθηκε το τηλέφωνο ήταν η αιχμή της τεχνολογίας.

έτοιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Todos los sistemas están listos.

σε αυτό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estoy de acuerdo contigo ahí.
Εδώ θα συμφωνήσω μαζί σου.

περίπου, σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

οπτική, σκοπιά

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Siempre ve las cosas desde el lado negativo.
Πάντα έβλεπε τα πράγματα από αρνητική οπτική.

αντίληψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los comunistas tenían una visión diferente del mundo.

πλευρά, άποψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nuestro procedimiento es el mejor, en todos los aspectos.
Η διαδικασία μας είναι η καλύτερη, από όλες τις πλευρές (or: απόψεις).

πάτος

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλέκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sarah tejió el hilo.

ισοσκελισμένος, ισοσκελής, ισοζυγισμένος

(ingresos, gastos) (οικονομικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπό του μηδενός

(θερμοκρασία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ετοιμόγεννη

(ES, coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Está tan grande que debe estar a punto de echarlo.

που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Quieres que te dé dinero? Eso no es algo que esté a punto de ocurrir.
Θέλεις να σου δώσω χρήματα; Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.

σε αδιέξοδο

(figurado) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No podemos ponernos de acuerdo en los términos del contrato, estamos realmente en punto muerto.

γεμάτος, φίσκα

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi maleta está a punto de reventar -- ¿cómo voy a meter todos mis souvenirs?

που δεν συγκρίνεται με κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El arte y la literatura no tienen punto de comparación.
Η τέχνη δε συγκρίνεται με τη λογοτεχνία.

έτοιμος να βάλει τα κλάμματα

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John parecía a punto de llorar cuando Linda le dijo feo.
Ο Τζον ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάμματα αφότου η Λίντα τον αποκάλεσε άσχημο.

που έχει σχεδόν τελειώσει

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La película está a punto de terminar.

ελαφρυντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su único punto a favor es que ama a su madre.

ρυθμισμένος

locución adjetiva

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

η ώρα

locución adverbial (hora)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Te quiero aquí a las seis en punto.
Έλα εδώ στις έξι η ώρα ακριβώς.

ακριβώς

locución adverbial (horario)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Son las 5 en punto.

σε κάποιο βαθμό

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Coincido contigo hasta un cierto punto, pero no del todo.

σε κάποιο βαθμό

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La inteligencia es determinada hasta cierto punto por la genética.

σε κάποιο βαθμό

locución adverbial

Todos sufrimos hasta cierto punto cuando estamos lejos de nuestros seres queridos.
Πρέπει να παραδεχθείς ότι φταις σε κάποιο βαθμό. Όλοι υποφέρουμε σε κάποιο βαθμό, όταν είμαστε μακριά από τους αγαπημένους μας.

το μεσημέρι, στις δώδεκα το μεσημέρι

locución adverbial (específico, coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La reunión comienza a las 12 en punto del mediodía.

σύμφωνα με τους τύπους

locución adverbial

A mi jefe le gusta hacer las cosas punto por punto.

ξανά από την αρχή

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στη θέση του

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El artista puso todo a punto y empezó una nueva pintura.
Ο καλλιτέχνης τοποθέτησε τα σύνεργα στη θέση τους και ξεκίνησε ένα νέο πίνακα.

σε ένα βαθμό

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pues no me parece del todo mal, hasta cierto punto podría considerarse la mejor solución.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του punto στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του punto

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.