Τι σημαίνει το appuyer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης appuyer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του appuyer στο Γαλλικά.

Η λέξη appuyer στο Γαλλικά σημαίνει υποστηρίζω, επιβεβαιώνω, επαληθεύω, πατάω, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, ωθώ, πιέζω, σπρώχνω, ζουλώ, υποστηρίζω, εγκρίνω, υποστηρίζω, επιβεβαιώνω, στηρίζω, στερεώνω, στηρίζω, υποστηρίζω, παρέχω ενέργεια σε κτ, τροφοδοτώ κτ με ενέργεια, πιέζω, πιέζω, πιέζω, βασίζω, στηρίζω, θεμελιώνω, γυρίζω, αναποδογυρίζω, αλλάζω θέση, πιέζω, πιέζω, πατάω, πατώ, πατάω, πατώ, πιέζω, πατάω το κουμπί, χτυπάω κπ στο ευαίσθητο σημείο του, γκαζώνω, στηρίζομαι σε κτ, γέρνω πάνω σε κτ, στηρίζομαι σε κτ, γέρνω πάνω σε κτ, πιέζω, ασκώ πίεση, πιέζω, πιέζω, στηρίζω σε, γέρνω πάνω σε, χτίζω πάνω σε κτ, σβήνω, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, πιέζω, δικτύωση, στηριζόμενος, βασισμένος, βασίζομαι, βασίζομαι σε κάτι, πιέζω επίμονα, Γκάζωσε!, το σανιδώνω, πατάω shift, πατάω, πατώ, κοπανάω, χτυπάω, βαράω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης appuyer

υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le sénateur n’appuiera jamais ce projet de loi : il va à l'encontre de ses principes.
Ο γερουσιαστής δεν θα υποστηρίξει ποτέ αυτό το νομοσχέδιο. Είναι ενάντια στις αρχές του!

επιβεβαιώνω, επαληθεύω

verbe transitif (des arguments,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son témoignage appuyait (or: étayait) ses déclarations.

πατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pour arrêter une voiture, mettez votre pied sur le frein et appuyez.
Για να σταματήσεις το αυτοκίνητο, βάλε το πόδι σου στο φρένο και πάτα το.

ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Appuyez sur le rabat de la table pour le replier.
Σπρώξε την επέκταση του τραπεζιού για να τη διπλώσεις.

ωθώ, πιέζω, σπρώχνω, ζουλώ

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sonnette est cassée : il faut appuyer fort pour qu'elle marche.
Το κουδούνι είναι χαλασμένο και πρέπει να πιέσεις έντονα, για να το κάνεις να δουλέψει.

υποστηρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un des parlementaires doit soutenir la motion.
ΝΕW: O κύριος Παπαδόπουλος υποστήριξε την πρόταση του ομιλητή.

εγκρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chef a soutenu le projet de Karen visant à faire gagner le bureau en efficacité.
Το αφεντικό ενέκρινε το σχέδιο της Κάρεν να κάνει τη δουλειά στο γραφείο πιο αποτελεσματική.

υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le parti a décidé de soutenir ce candidat.

επιβεβαιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le juge a corroboré le jugement du tribunal inférieur.

στηρίζω, στερεώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a calé son livre pour avoir les mains libres pour tricoter.
Στερέωσε (or: Στήριξε) το βιβλίο της για να έχει τα χέρια της ελεύθερα για το πλέξιμο.

στηρίζω, υποστηρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'Église a soutenu Ben lorsqu'il s'est présenté au poste de maire.
Η εκκλησία υποστήριξε τον Μπεν όταν κατέβηκε δήμαρχος.

παρέχω ενέργεια σε κτ, τροφοδοτώ κτ με ενέργεια

verbe transitif (figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La lumière du soleil nourrit toute forme de vie terrestre.

πιέζω

(touche)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a appuyé sur la touche "effacer".
Πίεσε το πλήκτρο του υπολογιστή.

πιέζω

(bouton)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a appuyé sur le bouton pour faire sonner la sonnette.
Πίεσε το κουμπί για να χτυπήσει το κουδούνι.

πιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pouvez-vous m'aider à appuyer sur ma valise pour que j'arrive à la fermer ?
Μπορείς να πιέσεις τη βαλίτσα μου για να μπορέσω να την κλείσω;

βασίζω, στηρίζω, θεμελιώνω

(κάτι πάνω/σε κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon opinion est basée sur des faits, pas des commérages.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Βάσισε το συμπέρασμά της στην προσεκτική εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων.

γυρίζω, αναποδογυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim retourna la carte pour en regarder le verso.
Ο Τιμ γύρισε την κάρτα για να δει από πίσω.

αλλάζω θέση

(un interrupteur, commutateur)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ian a basculé le commutateur et la lumière s'est allumée.
Ο Ίαν μετακίνησε τον διακόπτη και τα φώτα άναψαν.

πιέζω

(une porte, une voiture,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a fallu pousser la voiture jusqu'au garage le plus proche alors qu'il pleuvait.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πατήστε το κουμπί για να ξεκινήσει το μπλέντερ.

πιέζω, πατάω, πατώ

(une manette,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πατάω, πατώ, πιέζω

(la détente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pressez la détente fermement.
Τράβα δυνατά τη σκανδάλη.

πατάω το κουμπί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτυπάω κπ στο ευαίσθητο σημείο του

(figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Son divorce a frappé là où ça fait mal, c'est-à-dire son portefeuille.
Το διαζύγιο τον χτύπησε στο ευαίσθητο σημείο του: το πορτοφόλι του.

γκαζώνω

locution verbale (figuré, familier) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mais si, tu peux passer avant que le feu passe au rouge : appuie sur le champignon !

στηρίζομαι σε κτ, γέρνω πάνω σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στηρίζομαι σε κτ, γέρνω πάνω σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ne t'appuie pas sur la rambarde de ce balcon : elle n'est pas sûre ! Si tu t'appuies sur mon épaule quand on marche, ça réduira un peu le poids sur ta cheville douloureuse.
Μη στηρίζεσαι στα κάγκελα αυτού του μπαλκονιού, δεν είναι ασφαλές!

πιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Appuyez avec force sur le stylo pour faire des copies carbones claires.

ασκώ πίεση, πιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Appuyez sur la coupure pour arrêter l'hémorragie.

πιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στηρίζω σε, γέρνω πάνω σε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτίζω πάνω σε κτ

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ce cours pour débutants vous donnera une bonne base sur laquelle vous appuyer.
Το πρόγραμμα αρχαρίων θα σου δώσει μια καλή βάση, πάνω στην οποία μπορείς να χτίσεις.

σβήνω

verbe intransitif (πληροφορική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Appuyez sur le levier pour actionner la pompe.
Σπρώξε τον μοχλό για να ξεκινήσει η αντλία να δουλεύει.

πιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Appuyez sur la coupure pour arrêter le sang de couler.

δικτύωση

(création) (κοινωνική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il se constitue un réseau de connaissances pour trouver un nouvel emploi.
Στηρίζεται στην δικτύωσή του για να βρει νέα δουλειά.

στηριζόμενος, βασισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sa réflexion est fondée sur de nombreuses années d'expérience.

βασίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βασίζομαι σε κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si je peux me servir de ton idée, j'aimerais y ajouter quelque chose.

πιέζω επίμονα

Maw appuya plusieurs fois sur la poignée, tentant désespérément d'ouvrir la porte.
Ο Μαξ πίεσε επίμονα το χερούλι, προσπαθώντας απελπισμένα να ανοίξει την πόρτα.

Γκάζωσε!

(figuré, familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

το σανιδώνω

(familier) (αργκό, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Au vert, il appuya sur le champignon et la voiture démarra à toute vitesse.

πατάω shift

locution verbale (Informatique)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Appuie sur la touche majuscule quand tu veux taper en lettres capitales.

πατάω, πατώ

(un bouton, une touche)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leah a appuyé sur un bouton et la porte s'est ouverte.

κοπανάω, χτυπάω, βαράω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy appuyait à fond sur les boutons dans l'espoir de faire fonctionner quelque chose.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του appuyer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του appuyer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.