Τι σημαίνει το appel στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης appel στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του appel στο Γαλλικά.

Η λέξη appel στο Γαλλικά σημαίνει παρουσίες, τηλέφωνο, έφεση, έκκληση, κλήση, κουδούνι, έκκληση, έκκληση, φωνή, έκκληση, καταγραφή αριθμού ατόμων, το χαρτί, τηλεφώνημα για λόγους ευγενείας, απουσίες, παρουσίες, φωνές, -, τηλεφώνημα, προτροπή, τηλεφώνημα, -, ζητάω, ασκώ έφεση, καλώ, κατηγορηματικός, σχετικός με εφέσεις, επιχειρηματολογώ, χάνω, πρόσκληση υποβολής, υπεραστικό τηλεφώνημα, mayday, κλήση με χρέωση παραλήπτη, εφετείο, αστική κλήση, υπεραστικό τηλεφώνημα, ανώνυμη εταιρεία, ανώνυμη εταιρία, εφετείο, η φωνή του καθήκοντος, σήμα κινδύνου, σχολικό μητρώο, υπεραστικό τηλεφώνημα, απουσιολόγιο, παρουσιολόγιο, τηλεφωνικό σεξ, πρόσκληση υποβολής προσφορών, πρόσκληση υποβολής προσφορών, δημόσιος διαγωνισμός, δημόσια προσφορά, κραυγή βοηθείας, το μεγάλο ατού, εκπομπή που δέχεται κλήσεις από τους ακροατές ή τηλεθεατές, δίνω τα φώτα μου, απαντάω σε ένα τηλεφώνημα, απαντάω σε μια κλήση, κάνω έκκληση, ασκώ προσφυγή, παίρνω παρουσίες, αναβοσβήνω τα φώτα, δημοπρατώ, κάνω crowdsourcing, φωνάζω τεχνικό/ειδικό για επισκευή, προσφεύγω στη δικαιοσύνη, απευθύνομαι, αντλώ, στα όπλα, έκκληση για βοήθεια, υποβάλλω προσφορά, επικαλούμαι, χρησιμοποιώ, στρέφομαι σε κπ, απευθύνομαι σε κπ, επιστρατεύω, φέρνω, καλώ κπ να υποβάλει κτ, δείχνω, μηχανισμός κάλυψης διαφορών αποτίμησης, έκκληση για δράση, υπηρεσία αναμονής κλήσεων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης appel

παρουσίες

nom masculin (διαδικασία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
L'escadron s'est rassemblé pour l'appel.

τηλέφωνο

(téléphonique) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'ai reçu un appel de mon directeur de banque aujourd'hui.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όταν κοίταξα το κινητό μου, είδα ότι είχα αρκετές αναπάντητες κλήσεις.

έφεση

(Droit) (νομικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Son appel a été rejeté et il a été renvoyé en prison.
Η έφεση κατά της καταδικαστικής απόφασης εναντίον του απορρίφθηκε, κι έτσι επέστρεψε στη φυλακή.

έκκληση

nom masculin (à l'action,...)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'appel à l'action du directeur a fait suite à un certain nombre de problèmes à l'école.
Μετά τα πρόσφατα προβλήματα στο σχολείο ακολούθησε η έκκληση του διευθυντή για λήψη μέτρων.

κλήση

nom masculin (Religion) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a senti l'appel de la religion après sa visite à Lourdes.

κουδούνι

nom masculin (Théâtre) (θέατρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle est seulement arrivée quinze minutes avant l'appel.

έκκληση

nom masculin (supplication)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'appel à un délai supplémentaire pour préparer le dossier a été refusé.
Το αίτημά του για περισσότερο χρόνο, ώστε να προετοιμάσει την υπόθεση, δεν έγινε δεκτό.

έκκληση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'appel aux dons du sang lancé par la Croix Rouge a bien été entendu.

φωνή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ils ont entendu un cri à travers la vitre.
Άκουσαν μια φωνή έξω απ' το παράθυρο.

έκκληση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gareth fit appel à leur clémence, en vain.
Η έκκληση του Γκάρεθ για έλεος δεν εισακούστηκε.

καταγραφή αριθμού ατόμων

nom masculin (scolaire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le professeur a fait l'appel rapidement avant de diviser les élèves en deux groupes de travail.

το χαρτί

nom masculin (Militaire) (καθομιλουμένη)

τηλεφώνημα για λόγους ευγενείας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

απουσίες

nom masculin (Scolaire) (για σχολείο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
L'appel se fait à 8 h 50 et les cours démarrent à 9 h.

παρουσίες

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Mme Evans fait l'appel chaque matin à 8 h 00.
Η κυρία Έβανς παίρνει παρουσίες κάθε πρωί στις 8:00.

φωνές

nom masculin (demande) (αίτημα, απαίτηση)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Les appels à l'exonération de l'impôt influenceront les hommes politiques.
Οι φωνές των ψηφοφόρων για φοροαπαλλαγές θα ασκήσουν επιρροή στους πολιτικούς.

-

nom masculin (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Le professeur faisait l'appel tous les matins.
Ο καθηγητής έπαιρνε παρουσίες κάθε πρωί.

τηλεφώνημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'ai reçu un coup de téléphone de ma mère aujourd'hui.
Είχα ένα τηλεφώνημα από τη μητέρα σου σήμερα.

προτροπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τηλεφώνημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Comment filtrer les appels téléphoniques indésirables ? J'ai reçu un appel d'un client japonais.

-

(Scolaire, vague équivalent) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ζητάω

(βοήθεια: από κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a demandé son aide.
Ζήτησε τη βοήθειά του.

ασκώ έφεση

locution verbale (Droit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le meurtrier a fait appel de sa condamnation à quarante ans d'emprisonnement.
Ο δολοφόνος αποφάσισε να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης που τον καταδίκασε σε κάθειρξη σαράντα ετών.

καλώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont fait appel à elle pour trouver une solution à leurs problèmes.

κατηγορηματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σχετικός με εφέσεις

locution adjectivale (cour) (γενικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιχειρηματολογώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dans les débats, un bon orateur va raisonner alors qu'un mauvais va faire appel aux émotions.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρέπει να επιχειρηματολογήσεις επαρκώς για να υποστηρίξεις τις θέσεις σου.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pete s'est réveillé tard et a manqué la réunion.
Ο Πιτ παρακοιμήθηκε και έχασε το μίτινγκ.

πρόσκληση υποβολής

nom masculin (εργασιών, περιλήψεων)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπεραστικό τηλεφώνημα

nom masculin

mayday

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κλήση με χρέωση παραλήπτη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εφετείο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mme Drummond a porté son affaire à la cour d'appel.

αστική κλήση

nom masculin

υπεραστικό τηλεφώνημα

nom masculin

Préparez au moins cinq dollars pour un appel interurbain (or: longue distance).

ανώνυμη εταιρεία, ανώνυμη εταιρία

εφετείο

nom féminin (justice)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

η φωνή του καθήκοντος

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σήμα κινδύνου

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σχολικό μητρώο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tous les matins, les professeurs font l'appel avec la liste des élèves pour voir si les élèves sont présents.

υπεραστικό τηλεφώνημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

απουσιολόγιο, παρουσιολόγιο

nom masculin (Scolaire)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τηλεφωνικό σεξ

nom masculin (vulgaire)

Je l'ai appelé pour qu'on arrange un plan cul.

πρόσκληση υποβολής προσφορών

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Les achats publics se font par appels d'offres.

πρόσκληση υποβολής προσφορών

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δημόσιος διαγωνισμός

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

δημόσια προσφορά

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κραυγή βοηθείας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

το μεγάλο ατού

nom masculin (καθομιλουμένη)

εκπομπή που δέχεται κλήσεις από τους ακροατές ή τηλεθεατές

(Radio)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δίνω τα φώτα μου

(familier) (μεταφορικά: σε κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Est-ce que je peux faire appel à tes lumières ? (or: J'aurais besoin de tes lumières.)
Θα μου δώσεις μια στιγμή τα φώτα σου;

απαντάω σε ένα τηλεφώνημα, απαντάω σε μια κλήση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je suis désolé de vous interrompre, mais je dois sortir pour prendre un appel. Je vais peut-être devoir prendre un appel pendant la réunion.
Λυπάμαι για τη διακοπή, αλλά πρέπει να βγω έξω για να το σηκώσω.

κάνω έκκληση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La star de cinéma a lancé un appel en faveur des victimes du tremblement de terre.

ασκώ προσφυγή

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω παρουσίες

locution verbale

αναβοσβήνω τα φώτα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le conducteur m'a fait des appels de phare pour me laisser tourner.

δημοπρατώ

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω crowdsourcing

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φωνάζω τεχνικό/ειδικό για επισκευή

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προσφεύγω στη δικαιοσύνη

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απευθύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
John a fait appel à ses amis pour le soutenir.
Ο Τζον απευθύνθηκε στους φίλους του για βοήθεια.

αντλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Henrietta a puisé dans toute son expérience de capitaine de hockey quand on lui a demandé de prendre en main le projet.
Η Ενριέτα άντλησε στοιχεία από την εμπειρία της ως αρχηγός στο χόκεϊ, όταν της ζήτησαν να ηγηθεί του έργου.

στα όπλα

nom masculin (κυριολεκτικά, πρόσταγμα)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

έκκληση για βοήθεια

nom masculin (figuré)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υποβάλλω προσφορά

locution verbale (entreprise) (επίσημο: για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Trois entreprises de bâtiment ont répondu à un appel d'offres pour le prestigieux contrat.
Τρεις κατασκευαστικές εταιρείες υποβάλλουν προσφορά για το σπουδαίο συμβόλαιο.

επικαλούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a fait appel à chacun d'entre nous pour que l'on soutienne sa candidature.

χρησιμοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στρέφομαι σε κπ, απευθύνομαι σε κπ

locution verbale

Quand on besoin d'aide, à qui peut-on faire appel si ce n'est à nos amis ?
Σε ποιον άλλον εκτός από τους φίλους σου θα απευθυνθείς, όταν χρειάζεσαι βοήθεια;

επιστρατεύω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons fait appel à ce plombier pour réparer le tuyau.

φέρνω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλώ κπ να υποβάλει κτ

(à candidature)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le directeur a lancé un appel à candidatures pour le nouveau poste.
Ο μάνατζερ ζήτησε την υποβολή αιτήσεων για τη νέα θέση.

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'agent de police montra rapidement son insigne.
Ο αστυνομικός έδειξε το σήμα του.

μηχανισμός κάλυψης διαφορών αποτίμησης

nom masculin (Finance)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

έκκληση για δράση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπηρεσία αναμονής κλήσεων

(Téléphone)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του appel στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του appel

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.