Τι σημαίνει το apretado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης apretado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του apretado στο ισπανικά.

Η λέξη apretado στο ισπανικά σημαίνει σφιχτός, γεμάτος, στεγανός, κολλημένος, στριμωγμένος, στριμωγμένος, τσίμα τσίμα, σφιγμένος, συνωστισμένος, συμπτυγμένος, εφαρμοστός, στενός, πυκνός, πιεσμένος, με πενιχρά οικονομικά μέσα, σφιγμένος, συγκρατημένος, μίζερος, τσιγκούνης, παγιδευμένος, γραπωμένος, εφαρμοστός, συμπιεσμένα, που δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα, περιοριστικός, πατάω, πατάω, πιέζω, συμπιέζω, ασκώ πίεση, πιέζω, ωθώ, πιέζω, σπρώχνω, ζουλώ, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, σφίγγω, πατάω, πατώ, πιέζω, χτυπάω, σφίγγω, σφίγγομαι, είμαι κολλητός, είμαι εφαρμοστός, σφίγγω, σφίγγω, σφίγγω, σφίγγω, σφίγγω, κοπανάω, χτυπάω, βαράω, σπάω, σφίγγω, πιέζω, πιέζω, πιέζω, πατάω, πατώ, πιέζω, πατάω, πατώ, στύβω, στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, σφίγγω, πιέζω, στριμώχνω, χώνω, φασώνομαι, πολύ μικρός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης apretado

σφιχτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Asegúrate de que el nudo esté bien apretado.
Βεβαιώσου πως ο κόμπος θα είναι πολύ σφιχτός.

γεμάτος

(μτφ: πρόγραμμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi dentista tiene una agenda apretada, así que no puede verme hasta mañana.
Ο οδοντίατρός μου έχει γεμάτο πρόγραμμα και έτσι δε μπορεί να με δει μέχρι αύριο.

στεγανός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La unión tiene que estar bien apretada para que la cañería no gotee.
Ο σύνδεσμος πρέπει να είναι στεγανός για να μην στάζει ο σωλήνας.

κολλημένος, στριμωγμένος

adjetivo (μεταφορικά: γράμματα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Tim es el único que puede descifrar la letra apretada del abuelo.

στριμωγμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Seis estudiantes viven en una estrecha habitación.
Έξι φοιτητές ζουν σε ένα στριμωγμένο δωμάτιο.

τσίμα τσίμα

(καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mi cliente quiere el trabajo acabado para el viernes. El tiempo es ajustado, pero creo que puedo hacerlo.

σφιγμένος

adjetivo (dientes)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El hombre enojado pronunció una amenaza con los dientes apretados.

συνωστισμένος, συμπτυγμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

εφαρμοστός, στενός

adjetivo (ενδύματα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su vestido apretado realzaba su delgada figura.

πυκνός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi suéter es de un tejido apretado.

πιεσμένος

participio pasado

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Golpeó tan fuerte el pedal del freno que éste quedo apretado contra el piso del auto.

με πενιχρά οικονομικά μέσα

(AR, coloquial, figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σφιγμένος, συγκρατημένος

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Harriet es tan tiesa; nunca deja saber a nadie cómo se siente.
Η Χάριετ είναι τόσο σφιγμένη· ποτέ δεν δίνει κανένα στοιχείο σε κανέναν για το τι αισθάνεται.

μίζερος, τσιγκούνης

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παγιδευμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El doctor le dijo que su dolor de muñeca era causado por un nervio comprimido.
Ο γιατρός τού είπε ότι ο πόνος στον καρπό προκλήθηκε από παγιδευμένο νεύρο.

γραπωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mientras el hombre hablaba, el cigarro agarrado se movía arriba y abajo.

εφαρμοστός

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La chaqueta le quedaba a Robert ajustada a los hombros.
Το σακάκι έκατσε ακριβώς στους ώμους του Ρόμπερτ.

συμπιεσμένα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

που δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα

(coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hay muchas familias en las últimas ganando sueldos muy bajos.

περιοριστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para detener el auto, debes poner el pie en el pedal de freno y apretar.
Για να σταματήσεις το αυτοκίνητο, βάλε το πόδι σου στο φρένο και πάτα το.

πατάω, πιέζω, συμπιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robert apretó la botella de kétchup tratando de sacar un poco más.
Ο Ρόμπερτ ζούληξε (or: ζούπηξε) το μπουκάλι της κέτσαπ προσπαθώντας να βγάλει και την τελευταία σταγόνα.

ασκώ πίεση, πιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mantén apretada la herida para detener el sangrado.

ωθώ, πιέζω, σπρώχνω, ζουλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El timbre está roto, tienes que apretar fuerte para hacerlo funcionar.
Το κουδούνι είναι χαλασμένο και πρέπει να πιέσεις έντονα, για να το κάνεις να δουλέψει.

ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aprieta la palanca para arrancar la bomba.
Σπρώξε τον μοχλό για να ξεκινήσει η αντλία να δουλεύει.

σφίγγω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Polly apretó con más fuerza el brazo de Ben a medida que el extraño se acercaba a ellos.
Η πίεση της Πόλι στο χέρι του Μπεν δυνάμωνε όσο τους πλησίαζε ο άγνωστος άντρας.

πατάω, πατώ, πιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apretó gatillo firmemente.
Τράβα δυνατά τη σκανδάλη.

χτυπάω

verbo transitivo (zapatos) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estos zapatos no me van bien, me aprietan un poco.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτά τα παπούτσια με χτυπάνε.

σφίγγω, σφίγγομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gavin apretaba la mandíbula mientras intentaba controlar su ira.

είμαι κολλητός, είμαι εφαρμοστός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sus vaqueros le apretaban las caderas.

σφίγγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apretó a su amante contra su pecho.

σφίγγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me apretaron los brazos y empezaron a tirar.
Άρπαξαν (or: γράπωσαν) τα μπράτσα μου και άρχισαν να τραβούν.

σφίγγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy apretó la mano de Paul para tranquilizarlo.

σφίγγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al conocer al hombre que le había salvado la vida a su esposa, John le cogió la mano y se la apretó.

σφίγγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam apretó el puño a medida que su atacante se acercaba.

κοπανάω, χτυπάω, βαράω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy apretó los botones, tratando de que algo funcione.

σπάω

(AmL)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Machucó la nuez para romperla en pedacitos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το εμπορευματοκιβώτιο έπεσε πάνω σε δύο αμάξια και τα συνέτριψε.

σφίγγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me dio miedo cuando tensó sus puños.
Φοβήθηκα όταν έσφιξε τις γροθιές του.

πιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oprime ese botón para encender la licuadora.
Πατήστε το κουμπί για να ξεκινήσει το μπλέντερ.

πιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pulsó la tecla de borrado.
Πίεσε το πλήκτρο του υπολογιστή.

πιέζω, πατάω, πατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben presionó el interruptor y la máquina cobró vida.

πιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pulsó el botón del timbre de la puerta.
Πίεσε το κουμπί για να χτυπήσει το κουδούνι.

πατάω, πατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leah pulsó un botón y la puerta se abrió.

στύβω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aprieta la toalla para que se escurra el agua y cuélgala.
Στύψε την πετσέτα να στραγγίξει το νερό και κρέμασέ την.

στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά

(coloquial) (αργκό, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O te pones en serio a estudiar o nunca te graduarás.

σφίγγω, πιέζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στριμώχνω, χώνω

(σε κτ ή μέσα σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy metió a presión todas sus pertenencias en el auto y partió rumbo a una nueva vida.
Η Νάνσι στρίμωξε όλα τα υπάρχοντά της στο αυτοκίνητο κι έβαλε πλώρη για τη νέα της ζωή.

φασώνομαι

(αργκό, ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πολύ μικρός

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me temo que este vestido sigue siendo muy apretado.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του apretado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.