Τι σημαίνει το chegar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chegar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chegar στο πορτογαλικά.

Η λέξη chegar στο πορτογαλικά σημαίνει φτάνω, φτάνω, έρχομαι, έρχομαι, φτάνω κάπου, φτάνω, φτάνω, γυρίζω, έρχομαι, φτάνω, έρχομαι οδηγώντας, έρχομαι, έρχομαι, φτάνω, έρχομαι, κινούμαι ήσυχα/κρυφά προς, έρχομαι, φτάνω, καταλήγω, φτάνω, έρχομαι, φτάνω, καταφτάνω, φτάνω, τριγυρίζω, έρχομαι, φτάνω σε, καταφθάνω σε, φτάνω, καταλήγω, φτάνω, φτάνω, φτάνω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, φτάνω, περνάω, καταλήγω, τερματίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, φτάνω, φτάνω, φτάνω ψηλά, αρκετός, συμπεραίνω, καταλήγω, πλευρίζω, πλησιάζω, πλησιάζω, προσεγγίζω, πλησιάζω, λύνω, συμπεραίνω, ανέρχομαι σε, πλησιάζω σε κτ, τα βγάζω πέρα, νεκρός κατά την άφιξη, συμφωνώ, βγάζω συμπέρασμα, κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγω, φθάνω απροειδοποίητα, έρχομαι απροειδοποίητα, αποφασίζω,λαμβάνω απόφαση, φτάνω στο σημείο να, συμφωνώ, φτάνω στο τέλος,καταλήγω, συμβιβάζομαι, αποδέχομαι, δεν βγάζει πουθενά, βγαίνω στις ειδήσεις, βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, προβαίνω σε συμβιβασμό, φτάνω, βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, κάνω συμβιβασμό, εξισορροπώ μία κατάσταση, υποπίπτει στην αντίληψη, καταλήγω σε συμφωνία, πλησιάζω αθόρυβα, πέφτω σε τέλμα, μπαίνω στο ψητό, φτάνω στο ψητό, φτάνω στον πάτο, εξελίσσομαι σε κρίση, φτάνω σπίτι, έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος, πλησιάζω, σημειώνω πρόοδο, έρχομαι πρώτος, τερματίζω πρώτος, βγαίνω πρώτος, φτάνω, καταλήγω, πλησιάζω, ισορροπώ, φτάνω απροειδοποίητος, περνάω από κάπου, φτάνω την κορυφή, κινούμαι αθόρυβα, ανέρχομαι σε,φτάνω μέχρι, εμφανίζομαι ξαφνικά, φτάνω, αγγίζω, περνάω κάτω από κτ, εντελώς διαφορετικός, που δεν έχει καμία σχέση, έλα στο ψητό, έλα στο ζουμί, αυτός που φτάνει πάντα πρώτος, συμφωνώ, διευθετούμαι,ολοκληρώνομαι, φτάνω κάπου, τα βρίσκω στη μέση, φτάνω μαζί, φτάνω ταυτόχρονα, ορμάω, φτάνω την κορυφή, κάνω πέρα, πηγαίνω πιο πέρα, πηγαίνω πιο εκεί, τα καταφέρνω, φτάνω σε κτ, καταλήγω σε κτ, τερματίζω, βγαίνω, τελειώνω, ολοκληρώνω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, γίνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chegar

φτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Minha família estará esperando por mim quando eu chegar.
Η οικογένειά μου θα με περιμένει όταν φτάσω.

φτάνω, έρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Chegou a hora de vocês duas se casarem.
Έχει φτάσει (or: έρθει) η ώρα να παντρευτείτε εσείς οι δυο.

έρχομαι

(bebê)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você tem um pressentimento de quando seu bebê vai chegar?
Μπορείς να προαισθανθείς πότε έρχεται το μωρό;

φτάνω κάπου

verto intransitivo

φτάνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
John chegou em Cambridge às cinco em ponto.
Ο Τζον έφτασε στο Κέιμπριτζ περίπου στις 5.

φτάνω, γυρίζω, έρχομαι

(στο σπίτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Desculpe não ter lhe encontrado, mas cheguei tarde em casa ontem à noite.
Λυπάμαι που δε σε είδα, αλλά γύρισα (or: ήρθα) αργά χτες το βράδυ.

φτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έρχομαι οδηγώντας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu fiquei surpreso quando o vi chegar em um carro esportivo.
Ξαφνιάστηκα που τον είδα να έρχεται οδηγώντας ένα φανταχτερό σπορ αυτοκίνητο.

έρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έρχομαι

(φτάνω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A que horas eles chegam?
Τι ώρα θα έρθουν;

φτάνω, έρχομαι

(estar disponível)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O carregamento de peças não chegou, portanto não poderemos completar aquele pedido.
Δεν έφτασε το φορτίο με τα εξαρτήματα, γι' αυτό δεν θα μπορέσουμε να εκτελέσουμε εκείνη την παραγγελία.

κινούμαι ήσυχα/κρυφά προς

(mover-se quietamente até alguém ou algo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έρχομαι

(aproximando no tempo) (χρόνος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O inverno está chegando.
Έρχεται ο χειμώνας.

φτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nesse exato instante, ele chegou no carro novo em folha.
Εκείνη τη στιγμή έφτασε με ένα ολοκαίνουριο αυτοκίνητο.

καταλήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φτάνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Οι οδηγοί έφτασαν στο σημείο εκκίνησης και περίμεναν να ξεκινήσει ο αγώνας.

έρχομαι

(data, evento)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jill sempre se sente triste quando o aniversário de morte de seu marido chega.
Η Τζιλ νιώθει πάντα λυπημένη όταν έρχεται η επέτειος θανάτου του συζύγου της.

φτάνω, καταφτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eles chegaram no lançamento em uma limousine estendida.
Έφτασαν στην πρεμιέρα με μια μεγάλη λιμουζίνα.

φτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando vamos chegar lá?
Πότε θα φτάσουμε;

τριγυρίζω

(ασθένεια: κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A Megan está fungando demais hoje; deve estar pegando um resfriado. Posso sentir uma tempestade chegando.
Η Μέγκαν φτερνίζεται συνέχεια σήμερα· πρέπει να την τριγυρίζει κανένα κρύωμα. Νιώθω ότι έρχεται καταιγίδα.

έρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sexta-feira chega no final da semana.

φτάνω σε, καταφθάνω σε

verbo transitivo

O navio chegou ao porto cedo pela manhã.
Το πλοίο έφτασε στο λιμάνι νωρίς το πρωί.

φτάνω, καταλήγω

verbo transitivo (acordo) (σε συμφωνία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os dois grupos finalmente chegaram a um acordo.

φτάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu perdi contato com meu irmão anos atrás e as notícias da morte dele chegaram através de uma carta de seu advogado.
Έχασα επαφή με τον αδερφό μου πριν από χρόνια και η είδηση του θανάτου του έφτασε με μια επιστολή από τον δικηγόρο του.

φτάνω

verbo transitivo (trem, avião)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O trem chegou ao destino na hora.
Το τρένο έφτασε στον προορισμό του στην ώρα του.

φτάνω

verbo transitivo (idade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele se sentiu sortudo de ter chegado à idade de noventa.
Αισθανόταν τυχερός που έφτασε τα ενενήντα.

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

(tempo: aproximação) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

(mover para mais perto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φτάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A temperatura pode alcançar 30º C hoje.
Η θερμοκρασία αναμένεται να φτάσει τους 30°C σήμερα.

περνάω

(percurso) (από κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A autoestrada estende-se ao longo do vale.

καταλήγω, τερματίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

(tempo: aproximação) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φτάνω

verbo transitivo (chegar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você já alcançou a Filadélfia? Caso não, continue dirigindo.
Φτάσατε στη Φιλαδέλφεια; Αν όχι, συνεχίστε να οδηγείτε.

φτάνω ψηλά

expressão verbal (figurado, informal) (μτφ: πετυχαίνω)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando David conseguiu a promoção, ele sentiu que tinha finalmente chegado lá.

αρκετός

(tudo o que conseguir aguentar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συμπεραίνω, καταλήγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλευρίζω, πλησιάζω

(aproximar de forma casual)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλησιάζω, προσεγγίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O veado começou a correr quando os lobos se aproximaram.
Το ελάφι άρχισε να τρέχει καθώς πλησίαζαν οι λύκοι.

πλησιάζω

(aproximar de forma casual)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λύνω

(briga, disputa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles resolveram a disputa pacificamente.
Διευθέτησαν (or: τακτοποίησαν) τις διαφορές τους ήρεμα.

συμπεραίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Laura deduziu a resposta para a equação ao olhar para a mesma.
Η Λώρα συμπέρανε τη λύση της εξίσωσης κοιτώντας την.

ανέρχομαι σε

Os gastos de alimentação e hospedagem somaram dez mil euros.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο λογαριασμός ίσως ανέρχεται σε μεγαλύτερο ποσό απ' όσο μπορείς να διαθέσεις.

πλησιάζω σε κτ

τα βγάζω πέρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νεκρός κατά την άφιξη

locução adjetiva (στο νοσοκομείο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμφωνώ

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγάζω συμπέρασμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγω

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Καθώς τελείωνε η βραδιά, η ορχήστρα έπαιξε ένα τελευταίο βαλς.

φθάνω απροειδοποίητα, έρχομαι απροειδοποίητα

(informal)

αποφασίζω,λαμβάνω απόφαση

expressão

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φτάνω στο σημείο να

(informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συμφωνώ

expressão (resolver disputa)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ήταν μια μακριά και δύσκολη μάχη, αλλά τελικά ήρθαμε σε συμφωνία μεταξύ μας.

φτάνω στο τέλος,καταλήγω

expressão

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συμβιβάζομαι, αποδέχομαι

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os advogados deveriam negociar até chegarem a um acordo sobre o assunto.
Οι δικηγόροι οφείλουν να διαπραγματεύονται μεταξύ τους, έως ότου συμβιβαστούν επί του ζητήματος.

δεν βγάζει πουθενά

expressão verbal (informal, não progredir, falhar) (μεταφορικά)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)

βγαίνω στις ειδήσεις

locução verbal (estar na primeira página do jornal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, προβαίνω σε συμβιβασμό

(encontrar uma solução mutuamente aceita)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φτάνω

locução verbal (σε προορισμό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Μπορεί να χρειαστεί να αλλάξεις τρένο και να πάρεις λεωφορείο πριν φτάσεις.

βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, κάνω συμβιβασμό, εξισορροπώ μία κατάσταση

(firmar um compromisso)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποπίπτει στην αντίληψη

(επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η διεύθυνση έχει παρατηρήσει ότι πολλοί εργαζόμενοι χρησιμοποιούν τους υπολογιστές για να παίζουν παιχνίδια.

καταλήγω σε συμφωνία

locução verbal (chegar a uma decisão mútua)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλησιάζω αθόρυβα

(chegar furtivamente)

πέφτω σε τέλμα

expressão verbal (άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπαίνω στο ψητό, φτάνω στο ψητό

(καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A Natália levou um tempão para ir ao ponto.

φτάνω στον πάτο

expressão verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξελίσσομαι σε κρίση

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φτάνω σπίτι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Acabei de chegar em casa vindo do trabalho. Me ligue quando chegar em casa.
Μόλις έφτασα σπίτι από τη δουλειά. Τηλεφώνησέ μου όταν φτάσεις σπίτι.

έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος

expressão verbal (σε αγώνα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλησιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σημειώνω πρόοδο

expressão verbal (figurado)

έρχομαι πρώτος, τερματίζω πρώτος, βγαίνω πρώτος

expressão verbal

φτάνω, καταλήγω

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο μαθηματικός προσπαθούσε να φτάσει στο αποτέλεσμα.

πλησιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O barulho da torcida aumentava toda vez que a bola chegava perto da área de pênalti.

ισορροπώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φτάνω απροειδοποίητος

locução verbal

περνάω από κάπου

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φτάνω την κορυφή

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κινούμαι αθόρυβα

(chegar furtivamente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu cheguei de fininho atrás dele enquanto ele estava lendo.

ανέρχομαι σε,φτάνω μέχρι

expressão verbal (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não se preocupe se não souber nadar, a água só chega a seus joelhos.
Μην ανησυχείς αν δεν ξέρεις να κολυμπάς. Το νερό θα φτάσει μέχρι τα γόνατά σου μονάχα.

εμφανίζομαι ξαφνικά

Τρόμαξε την αδερφή της με το να εμφανιστεί ξαφνικά και να φωνάξει «Μπου!»

φτάνω, αγγίζω

verbo transitivo (preço)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O custo de um novo telhado pode chegar a milhares de dólares.

περνάω κάτω από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Το σκυλί έσκαψε μια τρύπα για να περάσει κάτω από τον φράχτη.

εντελώς διαφορετικός, που δεν έχει καμία σχέση

(figurado: totalmente divergentes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έλα στο ψητό, έλα στο ζουμί

(καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vá ao ponto! Não temos o dia todo, sabia?

αυτός που φτάνει πάντα πρώτος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμφωνώ

expressão (resolver disputa)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ήρθα σε συμφωνία με την πρώην σύζυγό μου. Θα παίρνω τα παιδιά τα Σαββατοκύριακα.

διευθετούμαι,ολοκληρώνομαι

expressão (ser resolvido)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φτάνω κάπου

(figurado) (μεταφορικά)

τα βρίσκω στη μέση

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φτάνω μαζί, φτάνω ταυτόχρονα

Já que eles pegam o mesmo ônibus, eles sempre chegam na mesma hora.
Πάντα φτάνουν ταυτόχρονα, αφού παίρνουν το ίδιο λεωφορείο.

ορμάω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φτάνω την κορυφή

(chegar ao ponto mais alto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω πέρα, πηγαίνω πιο πέρα, πηγαίνω πιο εκεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα καταφέρνω

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu pensei que perderia o ônibus, mas cheguei a tempo!
Νόμιζα πως θα έχανα το λεωφορείο, τα κατάφερα όμως!

φτάνω σε κτ, καταλήγω σε κτ

Nosso relacionamento realmente chegou a isto, gritar um com o outro na rua?
Πραγματικά, έτσι κατάντησε η σχέση μας; Να φωνάζουμε ο ένας στον άλλον στον δρόμο;

τερματίζω, βγαίνω, τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu não ligo se eu vencer a corrida. Eu só não quero chegar em último.
Δεν με νοιάζει αν θα κερδίσω τον αγώνα. Θέλω απλώς να μην τερματίσω τελευταίος.

ολοκληρώνω

(informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não vai ser fácil, mas vamos chegar até o fim deste projeto.
Δεν θα είναι εύκολο αλλά θα το ολοκληρώσουμε αυτό το πρότζεκτ.

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Já estamos chegando perto do Natal e eu ainda não comprei nenhum presente.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Καθώς πλησιάζουμε στο τέλος της σχολικής χρονιάς, ελπίζω ότι θα παραμείνετε συγκεντρωμένοι στα μαθήματά σας.

γίνομαι

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Disseram que ele nunca chegaria a ser muita coisa na vida.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chegar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του chegar

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.