Τι σημαίνει το assembly στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης assembly στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του assembly στο Αγγλικά.

Η λέξη assembly στο Αγγλικά σημαίνει συνάθροιση, συναρμολόγηση, μονάδα, συγκέντρωση μαθητών, σήμα, ολομέλεια βουλής, χώρος συγκέντρωσης, αίθουσα εκδηλώσεων, οδηγίες συναρμολόγησης, γραμμή παραγωγής, παραγωγή σε σειρά, παραγωγή εν σειρά, σημείο συνάντησης, νομοθετικό συμβούλιο, εθνοσυνέλευση, ειρηνική συγκέντρωση, ειρηνική συνάθροιση, σχολική συγκέντρωση, σχολική συνάθροιση, αυτοσυναρμολογούμενος, αυτοσυναρμολόγηση, υποσυγκρότημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης assembly

συνάθροιση

noun (gathering of people)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Juan sang a solo before the assembly.
Ο Χουάν τραγούδησε ένα σόλο πριν τη συνάθροιση.

συναρμολόγηση

noun (uncountable (act of assembling)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rebecca's assembly of the machinery is flawless.
Η συναρμολόγηση του μηχανήματος από τη Ρεμπέκα είναι άψογη.

μονάδα

noun (group of parts)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The engineers analyzed the components and assemblies of the two configurations.
Οι μηχανικοί ανέλυσαν τα μέρη και τις μονάδες των δύο παραμέτρων του συστήματος.

συγκέντρωση μαθητών

noun (school gathering)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
At Victor's school, assembly begins at 9:00 sharp every morning.

σήμα

noun (military signal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The troops gathered at the sound of the assembly.

ολομέλεια βουλής

noun (legislature)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Amber felt nervous about speaking before the Assembly.

χώρος συγκέντρωσης

noun (gathering point)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
In case of fire, the assembly area is the car park.

αίθουσα εκδηλώσεων

noun (large room for meetings)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The schoolchildren meet in the assembly hall every morning.

οδηγίες συναρμολόγησης

plural noun (putting together furniture, etc.)

My husband never uses the assembly instructions that come in the box.

γραμμή παραγωγής

noun (factory system, production line)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He had worked on the assembly line all his life.

παραγωγή σε σειρά, παραγωγή εν σειρά

noun (cycle of manufacturing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σημείο συνάντησης

noun (place to gather)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
If you hear the fire alarm, please make your way to the assembly point.

νομοθετικό συμβούλιο

noun (law-making council)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The European Parliament is the legislative assembly of the European Union.

εθνοσυνέλευση

noun (country's legislature)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ειρηνική συγκέντρωση, ειρηνική συνάθροιση

noun (non-violent gathering of people)

σχολική συγκέντρωση, σχολική συνάθροιση

noun (gathering of pupils and teachers) (μαθητών και δασκάλων)

αυτοσυναρμολογούμενος

adjective (chiefly UK (to be assembled by buyer)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυτοσυναρμολόγηση

noun (biology, chemistry: spontaneous ordering) (βιολογία, χημεία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υποσυγκρότημα

noun (assembled parts)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του assembly στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του assembly

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.