Τι σημαίνει το assault στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης assault στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του assault στο Αγγλικά.

Η λέξη assault στο Αγγλικά σημαίνει επίθεση, απόπειρα βιαιοπραγίας, επίθεση, επιτίθεμαι σε κπ, επιτίθεμαι σε κπ, βιαιοπραγία, αεροπορική επιδρομή, χειροδικία, επίθεση, πεδίο εκγύμνασης με εμπόδια, διαταράσσω τις αισθήσεις, αυτόματο τουφέκι, όπλο εφόδου, σεξουαλική παρενόχληση, σεξουαλική κακοποίηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης assault

επίθεση

noun (attack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The assault Carrie suffered left her bruised and bloodied.
Μετά την επίθεση η Κάρυ ήταν μέσα στις μελανιές και τα αίματα.

απόπειρα βιαιοπραγίας

noun (legal: threat of attack)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Everyone was shocked when the mild-mannered music teacher was charged with assault.
Όλοι σοκαρίστηκαν όταν ο καθηγητής μουσικής με τους γλυκούς τρόπους κατηγορήθηκε για απόπειρα βιαιοπραγίας.

επίθεση

noun (military attack) (στρατιωτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The troops were caught by surprise in an all-out assault.
Τα στρατεύματα πιάστηκαν στον ύπνο κατά την ολοσχερή επίθεση.

επιτίθεμαι σε κπ

transitive verb (attack)

The two men assaulted James while he was walking in the park.
Οι δύο άνδρες επιτέθηκαν στον Τζέιμς όταν περπατούσε στο πάρκο.

επιτίθεμαι σε κπ

transitive verb (often passive (abuse sexually)

Becky was assaulted while walking through the isolated parking lot after dark.
Η Μπέκι έπεσε θύμα σεξουαλικής επίθεσης ενώ περπατούσε στο απόμερο πάρκινγκ μέσα στη νύχτα.

βιαιοπραγία

noun (assault committed with weapon)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Police have charged the 23-year-old man with aggravated assault.

αεροπορική επιδρομή

noun (military strike from aircraft)

We believe that the leader was killed in an air assault from a pilot-less drone.

χειροδικία, επίθεση

noun (crime: direct physical assault)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πεδίο εκγύμνασης με εμπόδια

noun (military obstacle course) (για στρατιώτες)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διαταράσσω τις αισθήσεις

noun (overwhelming noise, color, smells)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A walk through the market is an assault on the senses; there is so much noise and activity.

αυτόματο τουφέκι

noun (automatic machine gun) (όπλο)

I really don't believe that you bought that assault rifle to go deer hunting.

όπλο εφόδου

noun (semi-automatic firearm)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σεξουαλική παρενόχληση

noun (sexual attack or abuse)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jack was found guilty of indecent assault on some children in his care.

σεξουαλική κακοποίηση

noun (abuse or violence of a sexual nature)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του assault στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του assault

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.