Τι σημαίνει το green στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης green στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του green στο Αγγλικά.

Η λέξη green στο Αγγλικά σημαίνει πράσινο, πράσινος, πράσινος, οικολογικός, Πράσινος, Οικολόγοι Πράσινοι, πρασινίζω από τη ζήλια μου, λαχανικά, σαλατικά, πράσινος, χλωμός, χλομός, άπειρος, φρέσκος, ανεπεξέργαστος, περιοχή γκριν, γρασίδι, πλατεία, πράσινο, ρευστό, χόρτο, πρασινίζω, πρασινίζω, περιοχή γύρω από τρύπα σε γήπεδο του γκόλφ, λαχανί, γαλαζοπράσινος, κυανοβακτήρια, βαθύ πράσινο, βαθύ πράσινο, σμαραγδί, βαθυπράσινο, σμαραγδένιος, λαδί, λαδί, ζω οικολογικά, είδος φυκιού, πράσινο μήλο, φασολάκια, ζώνη πρασίνου, πράσινη ζώνη, πράσινη κάρτα, πράσινο υαλόθραυσμα, πράσινη ενέργεια, πράσινη νεράιδα, χρέωση για γκόλφ, ταλέντο στην κηπουρική, ήλεκτρο, πράσινο φανάρι, πράσινο φως, δίνω το πράσινο φως, φρέσκο κρεμμυδάκι, μπιζέλι, πράσινη πιπεριά, πράσινη σαλάτα, είδος φιδιού της Αμερικής, πράσινο τσάϊ, πράσινη θαλασσοχελώνα, πράσινα λαχανικά, που έχει σκάσει από τη ζήλια, δρυοκολάπτης, Πράσινη Ζώνη, πρασινομάτης, ζήλια, αγριόπαπια, έχω ταλέντο στην κηπουρική, το χρώμα του νεφρίτη, γαλαζοπράσινο, γαλαζοπράσινος, απαλό πράσινο, λαχανί, έντονο πρασινοκίτρινο χρώμα, το χρώμα του κιτρολέμονου, που έχει το χρώμα του κιτρολέμονου, πρασινοκίτρινος, κάνω κπ να σκάσει από τη ζήλια, πράσινο της μέντας, στο πράσινο της μέντας, λαδί χρώμα, που έχει χρώμα λαδί, έντονος πράσινος, φωτεινός πράσινος, έντονο πράσινο, φωτεινό πράσινο, φιστικί, πρασινολαδί, πρασινολαδί, γαλαζοπράσινος, γαλαζοπράσινο, τυρκουάζ, το πάρκο του χωριού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης green

πράσινο

noun (color)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Green is my favourite colour.
Το πράσινο είναι το αγαπημένο μου χρώμα.

πράσινος

adjective (in color)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The green grass was blowing in the wind.
Το πράσινο χορτάρι κουνιόταν από τον άνεμο.

πράσινος

adjective (verdant, natural)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The city set aside a green area where no development was allowed.
Ο δήμος όρισε μια περιοχή πρασίνου όπου δεν επιτρεπόταν κανενός είδους ανάπτυξη.

οικολογικός

adjective (figurative (eco-friendly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The candidate always talked about green issues. The government is introducing some new green policies to protect the environment.
Η κυβέρνηση θα υιοθετήσει ορισμένες νέες πράσινες πολιτικές για να προστατεύσει το περιβάλλον.

Πράσινος

noun (politics: member of the Green Party) (μεταφορικά)

Of the candidates in the upcoming local election, only one is a Green.
Από τους υποψηφίους στις επερχόμενες τοπικές εκλογές, μόνο ένας είναι Οικολόγος Πράσινος.

Οικολόγοι Πράσινοι

plural noun (figurative (politics: Green Party)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The Greens are usually small political parties in Europe.
Οι Οικολόγοι Πράσινοι είναι συνήθως μικρά πολιτικά κόμματα στην Ευρώπη.

πρασινίζω από τη ζήλια μου

adjective (figurative (envious) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She was green with envy about his new car.
Πρασίνισε από τη ζήλια της για το νέο του αυτοκίνητο.

λαχανικά, σαλατικά

plural noun (leafy vegetables)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
You need to eat your greens! How about a salad?
Πρέπει να τρως τα λαχανικά σου! Τι θα έλεγες για μια σαλάτα;

πράσινος

adjective (unripe)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The bananas were still green. Maybe they will be ripe enough to eat in a couple of days.

χλωμός, χλομός

adjective (sickly in complexion)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You should lie down. You're looking a little green.

άπειρος

adjective (figurative (immature, naïve)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The basketball player is still green, but will definitely get better as he matures.

φρέσκος

adjective (figurative (fresh, youthful) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She is still green at the moment, but the pressures of motherhood may change her.

ανεπεξέργαστος

adjective (wood: unseasoned) (ξυλεία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Green wood is softer than seasoned timber.

περιοχή γκριν

noun (golf: putting area) (γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The golfer got to the green in just two strokes, then putted the ball in.
Ο παίχτης του γκολφ έφτασε στο γκριν με δύο μόνο χτυπήματα και έβαλε μέσα την μπάλα.

γρασίδι

noun (grassy area for other sports)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The students are playing croquet on the green.

πλατεία

noun (village square) (χωριού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a festival today on the village green.

πράσινο

noun (traffic light) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You must not drive until the green shows.

ρευστό

noun (US, uncountable, slang (money) (μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do you have any green on you? I don't have a cent to pay for this.

χόρτο

noun (uncountable, slang (marijuana) (αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This green is cheap, but I like it!

πρασινίζω

intransitive verb (become green)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The grass greened a couple of days after the rain.

πρασινίζω

transitive verb (make green)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Years of rain had greened the church roof.

περιοχή γύρω από τρύπα σε γήπεδο του γκόλφ

noun (area around a golf hole)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λαχανί

noun (yellowish-green colour)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γαλαζοπράσινος

adjective (turquoise in color)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's so relaxing to watch the blue-green sea lapping at the shore.
Είναι πολύ χαλαρωτικό να βλέπεις τη γαλαζοπράσινη θάλασσα να γλείφει την ακτή.

κυανοβακτήρια

plural noun (photosynthetic bacteria)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

βαθύ πράσινο

noun (deep green color)

βαθύ πράσινο

adjective (deep green in color)

σμαραγδί, βαθυπράσινο

noun (brilliant green color)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σμαραγδένιος

adjective (brilliant green in color) (χρώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λαδί

noun (olive-green color) (ανάλογα την απόχρωση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λαδί

adjective (olive green in color) (ανάλογα την απόχρωση)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ζω οικολογικά

intransitive verb (figurative (protect the environment)

If you really want to go green you have to start by giving up meat and gasoline.

είδος φυκιού

plural noun (type of seaweed)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Green algae tend to grow close to the low-tide mark.

πράσινο μήλο

noun (variety of apple with green skin)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A green apple is crisp and has a tart flavor.

φασολάκια

plural noun (legume: French bean)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The African nation of Burkina Faso produces green beans for export to Europe.
Το αφρικανικό κράτος Μπουρκίνα Φάσο παράγει πράσινα φασόλια (or: χλωρά φασόλια) για εξαγωγή στην Ευρώπη.

ζώνη πρασίνου

noun (land: conservation area)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The need for housing puts the biggest strain on planners to build in the green belt.

πράσινη ζώνη

noun (karate rank)

Gavin recently earned his green belt in karate.

πράσινη κάρτα

noun (US (residence permit) (μεταφορικά)

I wanted to live and work in the States but couldn't get hold of the necessary green card.

πράσινο υαλόθραυσμα

noun (crushed green-coloured glass)

πράσινη ενέργεια

noun (figurative (renewable power) (μεταφορικά)

πράσινη νεράιδα

noun (figurative, literary (absinthe) (μτφ: αψέντι)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χρέωση για γκόλφ

noun (golf course charge)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ταλέντο στην κηπουρική

plural noun (figurative (fondness for or skill at gardening)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
My grandmother kept a beautiful garden and was known for her green fingers.

ήλεκτρο

noun (gold alloy) (κράμα χρυσού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πράσινο φανάρι

noun (traffic signal: go)

We'll never make it to the green light in time.

πράσινο φως

noun (figurative (authorization to begin) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Today we got a green light from the director to begin the new project. The committee gave my project the green light.

δίνω το πράσινο φως

transitive verb (figurative (authorize) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Federal Aviation Administration has green-lighted a request to extend the airport runway.

φρέσκο κρεμμυδάκι

noun (scallion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπιζέλι

noun (vegetable)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πράσινη πιπεριά

noun (green capsicum, green bell pepper)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πράσινη σαλάτα

noun (salad consisting of lettuce, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This restaurant makes a fabulous green salad.

είδος φιδιού της Αμερικής

noun (non-venomous North American snake)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
During his trip to the mountains Mark was startled by a green snake.

πράσινο τσάϊ

noun (Oriental herbal tea)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My sister loves green tea with a slice of lemon.

πράσινη θαλασσοχελώνα

noun (animal: sea reptile)

πράσινα λαχανικά

plural noun (green edible plants)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The young boy didn't like eating green vegetables.

που έχει σκάσει από τη ζήλια

adjective (figurative (envious) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δρυοκολάπτης

noun (yaffle: green songbird)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Πράσινη Ζώνη

noun (central Baghdad) (κέντρο Βαγδάτης)

πρασινομάτης

adjective (having green eyes)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ζήλια

noun (figurative (jealousy) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In the play Othello, Iago calls jealousy a "green-eyed monster".

αγριόπαπια

noun (freshwater duck)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έχω ταλέντο στην κηπουρική

verbal expression (be skilled at gardening)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My mother has a green thumb: everything she touches grows well. All my cuttings took this year, so perhaps I do have green fingers after all.

το χρώμα του νεφρίτη, γαλαζοπράσινο

noun (turquoise-green colour)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γαλαζοπράσινος

adjective (turquoise green in colour)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απαλό πράσινο

noun (pale green colour)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λαχανί

noun as adjective (acid green)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Lisa had her car spray-painted a garish lime color.

έντονο πρασινοκίτρινο χρώμα, το χρώμα του κιτρολέμονου

noun (bright yellowish-green colour)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm going to be bold and paint my kitchen in lime green.

που έχει το χρώμα του κιτρολέμονου, πρασινοκίτρινος

adjective (bright yellowish green in colour)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Her lime green pants were far too bright for such a solemn occasion.

κάνω κπ να σκάσει από τη ζήλια

verbal expression (cause to feel envious) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I wore my new Prada shoes, I knew I could make Sally green with envy.

πράσινο της μέντας

noun (pale green colour)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ray painted the baby's room in mint green.

στο πράσινο της μέντας

noun as adjective (pale green in colour)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Sharon wore a mint-green dress and open-toed sandals.

λαδί χρώμα

noun (dull yellowish-green colour)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Although olive green used to be popular decades ago, I wouldn't advise wearing a dress this color nowadays.

που έχει χρώμα λαδί

adjective (dull yellowish green in colour)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έντονος πράσινος, φωτεινός πράσινος

adjective (bright green in color)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

έντονο πράσινο, φωτεινό πράσινο

noun (bright green color) (χρώμα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φιστικί

noun (color: pale green)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kent painted the walls pistachio.

πρασινολαδί

adjective (grayish-green) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I prefer the sage curtains; the lime-green ones are too bright.

πρασινολαδί

noun (color: grayish-green)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sage is a calming colour, perfect for bathroom walls.

γαλαζοπράσινος

adjective (light blue-green in color)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γαλαζοπράσινο

noun (light blue-green color)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τυρκουάζ

noun (greenish-blue colour) (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

το πάρκο του χωριού

noun (park or common in a village)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In the early 1950s, a fun fair was an annual event on the village green.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του green στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του green

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.