Τι σημαίνει το meeting στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης meeting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του meeting στο Αγγλικά.
Η λέξη meeting στο Αγγλικά σημαίνει συνάντηση, συνέλευση, σύσκεψη, συνεδρίαση, συνάντηση, συνάθροιση, οι συγκεντρωμένοι, διασταύρωση, συναντάω, συναντώ, συναντάω, συναντώ, συναντάω, υποδέχομαι, γνωρίζω, γνωρίζομαι, συναντιέμαι, συνάντηση, συγκέντρωση, συνάθροιση, μίτινγκ, meeting, συγκρούομαι, συνέρχομαι, συνεδριάζω, συναντιέμαι, συγκρούομαι, συναντάω, συναντώ, συναντάω, συναντώ, έρχομαι αντιμέτωπος, συναντιέμαι, ασχολούμαι με, ικανοποιώ, πληρώ, Ετήσια Γενική Συνέλευση, ετήσια γενική συνέλευση, σύσκεψη, διάσκεψη, συνεδρίαση, επαγγελματική συνάντηση, συνάντηση σε κλειστό κύκλο, συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο, συνεδριάζω, περίληψη στόχων συνεδρίασης, σύνοψη στόχων συνεδρίασης, συμφωνία, σημείο συνάντησης, σημείο συνάντησης, αίθουσα συνεδριάσεων, αίθουσα συσκέψεων, χώρος συνάντησης, χώρος συνεδρίασης, κτήριο για θρησκευτικές συγκεντρώσεις, κτήριο για θρησκευτικές συγκεντρώσεις, μηνιαία συνάντηση, θρησκευτική συνάντηση, τριμηνιαία συνάντηση, συνάντηση κάθε τρίμηνο, τακτική συνεδρίαση, τακτική συνάντηση, σύσκεψη πωλητών, συνάντηση πωλητών, συνέλευση προσωπικού, συνάντηση προσωπικού, θεσμική συνέλευση, θέσμια συνέλευση, καταστατική συνέλευση, διάσκεψη κορυφής, συνέλευση δημοτών, συνέλευση δημοτών, ετήσια συνάντηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης meeting
συνάντηση, συνέλευσηnoun (assembly of people) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The community meeting lasted for two hours. Η συνάντηση (or: συνέλευση) της κοινότητας κράτησε δύο ώρες. |
σύσκεψη, συνεδρίασηnoun (business discussion) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The meeting about the new project is at four o'clock. Η σύσκεψη (or: Το μίτινγκ) για το νέο έργο αρχίζει στις τέσσερις η ώρα. |
συνάντησηnoun (encounter) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The chance meeting between his new wife and his ex-girlfriend made him nervous. Η τυχαία συνάντηση της νέας συζύγου του με την πρώην κοπέλα του τον άγχωσε. |
συνάθροισηnoun (religious event for prayer or worship) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There will be a Quaker meeting for worship in the hall this morning. Θα γίνει μια συνάθροιση (or: μάζωξη) Κουακέρων για προσευχή στην αίθουσα σήμερα το πρωί. |
οι συγκεντρωμένοιnoun (persons assembled) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The meeting included a few farmers and some shopkeepers. Στους συγκεντρωμένους συγκαταλέγονταν μερικοί αγρότες και κάποιοι καταστηματάρχες. |
διασταύρωσηnoun (junction) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A town grew at the meeting of the two roads. Μια ολόκληρη πόλη δημιουργήθηκε στη διασταύρωση (or: συμβολή) των δύο δρόμων. |
συναντάω, συναντώtransitive verb (encounter: [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I met someone today who said he knew you. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όσοι αγαπιούνται συχνά απαντιούνται. |
συναντάω, συναντώtransitive verb (get together with) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She's meeting her friends at the cinema. Θα συναντήσει τις φίλες της στον κινηματογράφο. |
συναντάωtransitive verb (greet [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Will you come and meet me at the bus stop? Θα έρθεις να με συναντήσεις (or: βρεις) στη στάση του λεωφορείου; |
υποδέχομαιtransitive verb (greet: a flight, etc.) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The whole family will meet our flight at the airport. Ολόκληρη η οικογένεια θα υποδεχτεί την πτήση μας στο αεροδρόμιο. |
γνωρίζωtransitive verb (be introduced) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'd like you to meet my friend James. Θα ήθελα να σου συστήσω (or: γνωρίσω) τον φίλο μου, τον Τζέιμς. |
γνωρίζομαιintransitive verb (become acquainted) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My partner and I met at the wedding of a mutual friend. Ο σύντροφός μου κι εγώ γνωριστήκαμε στον γάμο ενός κοινού φίλου. |
συναντιέμαιintransitive verb (get together) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Where would you like us to meet? Που θέλεις να βρεθούμε; |
συνάντηση, συγκέντρωση, συνάθροισηnoun (convention, get-together) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There will be a motorcycle meet at the park on Saturday. Θα γίνει μια συνάντηση (or: μάζωξη) μοτοσικλετιστών στο πάρκο το Σάββατο. |
μίτινγκ, meetingnoun (sports: contest) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) My track team has a meet this weekend. Η ομάδα μου στον στίβο έχει αγώνες αυτό το σαββατοκύριακο. |
συγκρούομαιintransitive verb (collide) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The speeding cars met in a loud crash. Τα δυο αυτοκίνητα που έτρεχαν, συναντήθηκαν σε μια ηχηρή σύγκρουση. |
συνέρχομαι, συνεδριάζωintransitive verb (assemble) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The union will meet on Tuesday. Το σωματείο θα συνέλθει (or: συνεδριάσει) την Τρίτη. |
συναντιέμαιintransitive verb (form a junction) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) There is a stop sign where the roads meet. Υπάρχει πινακίδα stop στο σημείο όπου συμβάλλουν (or: συναντιούνται) οι δρόμοι. |
συγκρούομαιintransitive verb (clash, fight) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Many men died when the two armies met. Πολλοί στρατιώτες σκοτώθηκαν όταν συναντήθηκαν (or: συγκρούστηκαν) οι δύο στρατοί. |
συναντάω, συναντώtransitive verb (encounter: [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The traveller meets a strange sight as he enters the city. Ο ταξιδιώτης συνάντησε ένα περίεργο θέαμα καθώς έμπαινε στην πόλη. |
συναντάω, συναντώtransitive verb (join with) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) There is a blockage at the point where the pipe meets the main line. Υπάρχει μια απόφραξη στο σημείο όπου ο σωλήνας συναντά την κεντρική γραμμή. |
έρχομαι αντιμέτωποςtransitive verb (face directly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dartmouth will meet Princeton for the championship. Το Dartmouth θα έρθει αντιμέτωπο (or: θα αντιμετωπίσει) το Princeton για το πρωτάθλημα. |
συναντιέμαιtransitive verb (contest with) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The two enemies met on the field of battle. Οι δύο εχθροί συναντήθηκαν στο πεδίο της μάχης. |
ασχολούμαι μεtransitive verb (cope with) I'll meet that problem later. For now I have to do this job. Θα ασχοληθώ με (or: Θα αντιμετωπίσω) αυτό το πρόβλημα αργότερα. Προς το παρόν πρέπει να δουλέψω. |
ικανοποιώtransitive verb (satisfy) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The employee's performance did not meet his manager's expectations. The project team are struggling to meet their objectives due to a lack of effort on the part of some members. Η απόδοση του εργαζομένου δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες του διευθυντή. |
πληρώtransitive verb (conform with) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This process does not meet quality standards. Αυτή η διαδικασία δεν πληροί τα πρότυπα ποιότητας. |
Ετήσια Γενική Συνέλευσηnoun (initialism (Annual General Meeting) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ετήσια γενική συνέλευσηnoun (yearly firm meeting) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σύσκεψη, διάσκεψη, συνεδρίασηnoun (meeting of a committee) (συμβουλίου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) All directors are requested to attend Friday's board meeting. |
επαγγελματική συνάντησηnoun (discussion of commercial activity) |
συνάντηση σε κλειστό κύκλοnoun (discussion: members only) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Although some members urged a public debate, the majority thought the matter was so sensitive that it should only be discussed at a closed meeting. |
συνάντηση πρόσωπο με πρόσωποnoun (in-person discussion) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) When discussing matters like these, it's usually better to have a face-to-face meeting. |
συνεδριάζωverbal expression (meet to discuss [sth] formally) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The council will hold a meeting to discuss the road repairs. |
περίληψη στόχων συνεδρίασης, σύνοψη στόχων συνεδρίασηςnoun (statement of a meeting's aims) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμφωνίαnoun (agreement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) By the end of the discussion, the partners had come to a meeting of minds about how they would tackle the firm's financial situation. |
σημείο συνάντησηςnoun (place where people meet) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) We need to agree on a meeting place before the concert begins. |
σημείο συνάντησηςnoun (designated place to meet) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) They settled on the library as a meeting point because it was near both their houses. |
αίθουσα συνεδριάσεων, αίθουσα συσκέψεωνnoun (venue where discussions are held) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
χώρος συνάντησης, χώρος συνεδρίασηςnoun (room where discussions are held) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κτήριο για θρησκευτικές συγκεντρώσειςnoun (building for religious gatherings) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κτήριο για θρησκευτικές συγκεντρώσειςnoun (Quaker house of worship) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μηνιαία συνάντησηnoun (meeting held once a month) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Did you attend our company's monthly meeting? |
θρησκευτική συνάντησηnoun (religious gathering for shared prayers) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Please come to our Wednesday night prayer meeting at 7pm. |
τριμηνιαία συνάντηση, συνάντηση κάθε τρίμηνοnoun (meeting held every 3 months) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) At the quarterly meeting, we read financial reports and plan for the next quarter. |
τακτική συνεδρίαση, τακτική συνάντησηnoun (scheduled) |
σύσκεψη πωλητών, συνάντηση πωλητώνnoun (briefing of sales representatives) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνέλευση προσωπικού, συνάντηση προσωπικούnoun (company gathering of employees) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
θεσμική συνέλευση, θέσμια συνέλευση, καταστατική συνέλευσηnoun (company shareholders' discussion) |
διάσκεψη κορυφήςnoun (conference of leaders) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Summit meetings are often held on neutral territory. |
συνέλευση δημοτώνnoun (assembly for residents) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συνέλευση δημοτώνnoun (meeting for voters) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ετήσια συνάντησηnoun (annual reunion or conference) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) At the company's yearly meeting, the shareholders ousted the CEO. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του meeting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του meeting
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.