Τι σημαίνει το assure στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης assure στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του assure στο Αγγλικά.

Η λέξη assure στο Αγγλικά σημαίνει διαβεβαιώνω, διαβεβαιώνω, διασφαλίζω, εξασφαλίζω, ασφαλίζω, σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης assure

διαβεβαιώνω

transitive verb (with clause: say confidently) (κπ, κπ ότι/πως)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The tour guide assured the group that they would be able to see whales from the boat.
Ο ξεναγός διαβεβαίωσε το γκρουπ πως θα μπορούσαν να δουν τις φάλαινες από το πλοίο.

διαβεβαιώνω

(guarantee [sth]) (κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marcus tried to assure Liz of the reliability of the car, but she didn't believe him.
Ο Μάρκους προσπάθησε να διαβεβαιώσει την Λιζ για την αξιοπιστία του αυτοκινήτου, αλλά εκείνη δεν τον πίστεψε.

διασφαλίζω, εξασφαλίζω

transitive verb (make certain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The contract assures the forgiveness of the debt in the event of death.
Το συμβόλαιο διασφαλίζει τη διαγραφή του χρέους σε περίπτωση θανάτου.

ασφαλίζω

transitive verb (UK (insure against loss)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They assured an amount that will triple in the event of death occurring during a business-related trip.

σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαι

verbal expression (secure for yourself) (ότι/πως)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του assure στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.