Τι σημαίνει το assume στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης assume στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του assume στο Αγγλικά.

Η λέξη assume στο Αγγλικά σημαίνει υποθέτω, εικάζω, υποθέτω, εικάζω, προϋποθέτω, αναλαμβάνω, παίρνω, αναλαμβάνω, αναλαμβάνω την ευθύνη, αναλαμβάνω και πάλι, αναλαμβάνω ξανά, αναλαμβάνω και πάλι, αναλαμβάνω ξανά, ξαναπαίρνω, ξαναπαίρνω, ξαναθεωρώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης assume

υποθέτω, εικάζω

transitive verb (with clause: suppose) (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Many people assume that a tie indicates a person of authority.
Πολλοί υποθέτουν (or: εικάζουν) ότι η γραβάτα υποδεικνύει άτομο εξουσίας.

υποθέτω, εικάζω

transitive verb (suppose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Until we have evidence that Jake committed the murder, we must assume his innocence.
Έως ότου αποκτήσουμε στοιχεία για το ότι ο Τζέικ διέπραξε τον φόνο, οφείλουμε να υποθέσουμε ότι είναι αθώος.

προϋποθέτω

transitive verb (take for granted)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This course assumes a basic knowledge of Spanish.
Αυτό το μάθημα προϋποθέτει βασική γνώση της ισπανικής γλώσσας.

αναλαμβάνω

transitive verb (take up: office or role)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The elected politician assumed the office of the President.
Η εκλεγμένη πολιτικός ανέλαβε το αξίωμα της Προέδρου.

παίρνω

transitive verb (take up: a position)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please assume a foetal position for this dance exercise.
Παρακαλώ πάρτε εμβρυϊκή θέση για αυτή τη χορευτική άσκηση.

αναλαμβάνω

transitive verb (formal (acquire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When she bought her house, Anna assumed the previous owner's mortgage.

αναλαμβάνω την ευθύνη

verbal expression (take charge, take responsibility)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When the captain was killed the lieutenant assumed command of the ship.
Όταν ο καπετάνιος σκοτώθηκε, ο υποπλοίαρχος ανέλαβε την ευθύνη για το πλοίο.

αναλαμβάνω και πάλι, αναλαμβάνω ξανά

transitive verb (job position, office: gain again) (αξίωμα, καθήκον, θέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναλαμβάνω και πάλι, αναλαμβάνω ξανά

transitive verb (responsibility: take on again)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξαναπαίρνω

transitive verb (physical position: get into again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναπαίρνω

transitive verb (character, mood: adopt again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναθεωρώ

transitive verb (assumption: take as true again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του assume στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του assume

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.