Τι σημαίνει το atravessar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης atravessar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του atravessar στο πορτογαλικά.

Η λέξη atravessar στο πορτογαλικά σημαίνει διασχίζω, περνώ, διασχίζω, διασχίζω, περνώ, διασχίζω, περνάω, διατρέχω, διασχίζω, διασχίζω, διέρχομαι, διασχίζω, ξεπερνάω, διασχίζω διαγώνια, διαπερνώ, διασχίζω, περνώ, διαπερνώ, διατρυπώ, κατεδαφίζω, διασχίζω περπατώντας, πλέω κατά μήκος, διέρχομαι, περνάω, πετάγομαι μπροστά, χώνομαι, διασχίζω, περνάω, περνώ, διατρέχω, διασταυρώνομαι, επαναλαμβάνω, αναπαράγω, νικητής, νικήτρια, αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίες, περνάω το δρόμο σε σημείο που δεν υπάρχει διάβαση πεζών, τσαλαβουτάω, τσαλαβουτώ, περνώ βιαστικά από κάπου, ξαναδιασχίζω, ξαναπερνώ, διασχίζω κολυμπώντας, μεταφέρω, ξεπερνώ τα όρια, σπάω τα σύνορα, μεταπηδώ σε κτ, διασχίζω κολυμπώντας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης atravessar

διασχίζω, περνώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Para atravessar o posto de fronteira, você precisa de um passaporte válido.
Για να διασχίσεις (or: περάσεις) τον έλεγχο στα σύνορα, χρειαζόσουν ένα έγκυρο διαβατήριο.

διασχίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διασχίζω, περνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διασχίζω, περνάω, διατρέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διασχίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διασχίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διέρχομαι

(abrir caminho por) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Texugos atravessam a terra com suas garras.
Οι ασβοί περνάνε μέσα από το χώμα με τα νύχια τους.

διασχίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο στρατός αυτήν τη στιγμή διασχίζει το δάσος και κατευθύνεται προς την πόλη.

ξεπερνάω

verbo transitivo (golfe) (κάποιο εμπόδιο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alan quer atravessar esse bunker.

διασχίζω διαγώνια

verbo transitivo

διαπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διασχίζω, περνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαπερνώ, διατρυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατεδαφίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O exército usou tanques para demolir as barricadas.
Ο στρατός χρησιμοποίησε άρματα μάχης για να κατεδαφίσει τα οδοφράγματα.

διασχίζω περπατώντας

(a pé)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
É só cruzar a ponte para chegar naquela parte da cidade. Tive que cruzar York inteira para achar a sua casa.
Απλά διέσχισε περπατώντας τη γέφυρα για να πας στην άλλη πλευρά της πόλης. Έπρεπε να διασχίσω περπατώντας όλο το Γιορκ για να βρω το σπίτι σου.

πλέω κατά μήκος

(de navio) (οριζόντια: με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A jovem iatista percorreu o Canal da Mancha.

διέρχομαι, περνάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Levamos 20 minutos para passar pelo túnel Mont Blanc.
Μας πήρε είκοσι λεπτά για να περάσουμε από τη σήραγγα Μοντ Μπλαν.

πετάγομαι μπροστά, χώνομαι

(BRA, veículo: cortar na frente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O veículo me deu uma fechada.
Το όχημα πετάχτηκε μπροστά μου.

διασχίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele atravessou a rua quando o tráfego parou.
Πέρασε τον δρόμο όταν σταμάτησε η κυκλοφορία.

περνάω, περνώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando ultrapassar, não atravesse a linha branca contínua no meio da estrada.

διατρέχω

(ir de um extremo a outro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A cadeia de montanhas cruza metade do país.

διασταυρώνομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A linha férrea corta a rodovia logo depois da cidade.

επαναλαμβάνω, αναπαράγω

(μοτίβα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

νικητής, νικήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίες

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περνάω το δρόμο σε σημείο που δεν υπάρχει διάβαση πεζών

expressão verbal (atravessar a rua sem obedecer regras)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τσαλαβουτάω, τσαλαβουτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περνώ βιαστικά από κάπου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξαναδιασχίζω, ξαναπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διασχίζω κολυμπώντας

(rio, etc.: atravessar nadando)

μεταφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O barco era usado para atravessar produtos em balsas pelo rio.
Το φέρι μποτ μετέφερε αγαθά μέσω του ποταμιού.

ξεπερνώ τα όρια

locução verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σπάω τα σύνορα

(BRA, música) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O jovem cantor de country sonha que sua música atravesse gêneros e seja um sucesso nas paradas de R&B.
Ο νεαρός τραγουδιστής της κάντρι ονειρεύεται να κάνει μουσική που θα σπάει τα σύνορα και θα σημειώνει επιτυχία στα τσαρτ της R&B.

μεταπηδώ σε κτ

(BRA, música) (αλλάζω χώρο)

Run DMC foi um dos primeiros artistas de rap a atravessar gêneros até as paradas do rock.
Οι Run DMC ήταν ένα από τα πρώτα συγκροτήματα της ραπ που επεκτάθηκε και στα τσαρτ της ροκ.

διασχίζω κολυμπώντας

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ninguém atravessou o Canal da Mancha a nado no verão passado?

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του atravessar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.