Τι σημαίνει το atribuir στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης atribuir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του atribuir στο πορτογαλικά.
Η λέξη atribuir στο πορτογαλικά σημαίνει αποδίδω, αποδίδω κτ σε κπ, αναθέτω, αποδίδω, επιρρίπτω, αποδίδω, αποδίδω κτ σε κπ, επιρρίπτω κτ σε κπ, αντιστοιχίζω, αποδίδω κτ, αποδίδω κτ σε κτ, αποδίδω κτ σε κπ, χρωστάω, αποδίδω κτ σε κπ, αναθέτω, απονέμω, αναθέτω, εκδικάζω, διορίζω κπ σε κτ, προορίζω κτ για συγκεκριμένο σκοπό, ορίζω, διορίζω, εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω, παίρνω τα εύσημα, εξωτερικεύω, απονέμω, χρεώνω κτ σε κτ, παραχωρώ κτ σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης atribuir
αποδίδω(atribuir, designar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποδίδω κτ σε κπverbo transitivo (designar, atribuir) (μια ιδιότητα) Πως μπορείς να μου προσάπτεις (or: καταλογίζεις) τέτοια κίνητρα χωρίς αποδείξεις; |
αναθέτω(formal) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O gerente atribuiu a tarefa de entrevistar candidatos à vaga de assistente dele. Η διευθύντρια ανέθεσε τις συνεντεύξεις των υποψηφίων για εργασία στη βοηθό της. |
αποδίδω, επιρρίπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποδίδωverbo transitivo (κάτι καλό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A que você atribui o seu rápido sucesso enquanto cantor? Σε τι αποδίδεις την πρώιμη επιτυχία σου ως τραγουδίστρια; |
αποδίδω κτ σε κπ, επιρρίπτω κτ σε κπ
|
αντιστοιχίζωverbo transitivo (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Theodore atribuiu números aos itens na lista baseado na ordem de importância. Ο Θίοντορ αντιστοίχισε τους αριθμούς με τα πράγματα στη λίστα με βάση τη σειρά προτεραιότητας. |
αποδίδω κτverbo transitivo (σε κάτι άλλο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποδίδω κτ σε κτverbo transitivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) O avaliador atribuiu um valor de 5 mil dólares ao velho relógio de parede. |
αποδίδω κτ σε κπ
|
χρωστάωverbo transitivo (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela atribui a criatividade dela à mãe, uma renomada pintora. Οφείλει τη δημιουργικότητά της στη μητέρα της, μια διάσημη ζωγράφο. |
αποδίδω κτ σε κπverbo transitivo |
αναθέτωverbo transitivo (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O professou atribuiu várias tarefas aos seus alunos. |
απονέμω(formal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando a Rainha concederá o prêmio? Πότε θα απονείμει η βασίλισσα το βραβείο; |
αναθέτω(informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O professor de história frequentemente dá grandes quantidades de trabalho de casa. Ο καθηγητής της ιστορίας συχνά αναθέτει απίστευτα πολλές εργασίες για το σπίτι. |
εκδικάζω(disputa) (νομική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διορίζω κπ σε κτ
|
προορίζω κτ για συγκεκριμένο σκοπό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ορίζω, διορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eles designaram a Melinda como agente de segurança para o departamento. |
εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύωverbo transitivo (lançar crítica ou acusação) (μεταφορικά: κτ σε κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os ex-colegas de Ray lançaram umas acusações terríveis a ele. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Εκτόξευσαν ορισμένες φριχτές κατηγορίες εναντίον του. |
παίρνω τα εύσημα(aceitar reconhecimento: para algo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ο ερευνητής έκανε όλη τη δουλειά αλλά ο καθηγητής πήρε τα εύσημα. Παίρνει τα εύσημα για τη δουλειά μου. |
εξωτερικεύωlocução verbal (ψυχολογία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απονέμω(formal) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O presidente do Conselho de Educação concedeu o prêmio de Melhor Professor do ano para a professora Hall. O rei concedeu honras de cavaleiro aos seus súditos mais leais. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο επικεφαλής του Συμβουλίου Εκπαίδευσης απένειμε το βραβείο Καλύτερης Δασκάλας της Χρονιάς στην κα. Χωλ. Ο βασιλιάς απένειμε ιπποτικούς τίτλους στους πιο πιστούς υπηκόους του. |
χρεώνω κτ σε κτ
|
παραχωρώ κτ σε κπ(figurado, dar poderes) O rei concedeu ao diplomata o direito de tomar decisões em nome do estado. Ο βασιλιάς παραχώρησε στον διπλωμάτη το δικαίωμα να αποφασίζει εκ μέρους του κράτους. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του atribuir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του atribuir
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.