Τι σημαίνει το atrevido στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης atrevido στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του atrevido στο ισπανικά.

Η λέξη atrevido στο ισπανικά σημαίνει τολμώ να πάω κάπου, επιχειρώ, θρασύς, αναιδής, αυθάδης, θρασύς, προκλητικός, τολμηρός, θαρραλέος, γενναίος, περιπετειώδης, τολμηρός, άσεμνος, πρόστυχος, πονηρός, τολμηρός, απρεπής, θρασύς, θαρραλέος, τολμηρός, θερμοκέφαλος, θρασύς, αυθάδης, αυθάδης, αναιδής, θρασύς, θερμόαιμος, θερμοκέφαλος, θρασύς, προκλητικός, τολμηρός, ριψοκίνδυνος, ριψοκίνδυνος, τολμάω, τολμώ, έχω το θάρρος να κάνω κτ, έχω την τόλμη να κάνω κτ, δεν τολμώ να κάνω κτ, τολμάω, τολμώ, τολμάω, τολμώ, κιοτεύω και δεν κάνω κτ, τολμάω, τολμώ, τολμώ να πω, τολμώ να κάνω κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης atrevido

τολμώ να πάω κάπου

verbo pronominal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los niños se aventuraron en la casa abandonada.
Τα παιδιά πήγαν να εξερευνήσουν το εγκαταλελειμμένο σπίτι.

επιχειρώ

(a hacer algo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El doble de riesgo se arriesgó a intentar saltar sobre tres buses en motocicleta.
Ο κασκαντέρ επιχείρησε να πηδήξει πάνω από τρία λεωφορεία με μια μοτοσικλέτα.

θρασύς, αναιδής, αυθάδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Brad es atrevido: su conducta suele ser insolente.

θρασύς

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ese chico atrevido contradijo a su maestro a viva voz.
Το θρασύ παιδί διαφώνησε έντονα με τον δάσκαλο.

προκλητικός

(sexual)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi madre me advirtió de las mujeres atrevidas.
Η μητέρα με προειδοποίησε να προσέχω τις πρόστυχες γυναίκες.

τολμηρός, θαρραλέος, γενναίος

(valor)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fuiste muy valiente al entrar a esa casa en llamas para salvar al gato.
Ήταν τολμηρό εκ μέρους σου να μπεις στο σπίτι που καιγόταν για να σώσεις τη γάτα.

περιπετειώδης, τολμηρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No soy lo suficientemente aventurero como para tirarme en paracaídas.
Δεν είμαι αρκετά τολμηρός, ώστε να κάνω ελεύθερη πτώση με αλεξίπτωτο.

άσεμνος, πρόστυχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Wendy criticó la película por ser obscena pero no sensual.

πονηρός, τολμηρός

(ευφημισμός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La película es demasiado picante para los niños.

απρεπής, θρασύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿No es impertinente asumir que el varón debe pagar la cena?

θαρραλέος, τολμηρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El escalador hizo un plan audaz para escalar el famoso precipicio empinado.

θερμοκέφαλος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Unos imprudentes hicieron grafitis en las paredes de la escuela.

θρασύς, αυθάδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La abuela odia cuando los niños son descarados.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν μου αρέσει καθόλου όταν γίνεσαι θρασύς, ζήτα αμέσως συγγνώμη.

αυθάδης, αναιδής, θρασύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Leslie está en detención porque le hizo un comentario descarado a su profesor.

θερμόαιμος, θερμοκέφαλος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Unos adolescentes imprudentes vandalizaron el parque anoche.

θρασύς

(αρνητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ese comentario fue más bien atrevido de su parte.
Το σχόλιο του ήταν κάπως τολμηρό.

προκλητικός, τολμηρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ριψοκίνδυνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No tengo ganas de hacer puenting: no soy un temerario.

ριψοκίνδυνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
No me sorprendió que John invirtiera todo su dinero en ese nuevo negocio, siempre ha sido temerario.

τολμάω, τολμώ

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ninguno de ellos se atrevió a ir al tren fantasma.
Ούτε ένας τους δεν τόλμησε να ανέβει στο τρένο φάντασμα.

έχω το θάρρος να κάνω κτ, έχω την τόλμη να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se atrevió a cuestionar los motivos de su superior.

δεν τολμώ να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τολμάω, τολμώ

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si te atreves a soñar, todo es posible.
Αν τολμάς να ονειρεύεσαι, τα πάντα είναι δυνατά.

τολμάω, τολμώ

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Yo no me animaría a entrar en su oficina sin golpear.
Δεν θα τόλμαγα να μπω στο γραφείο του χωρίς να χτυπήσω την πόρτα.

κιοτεύω και δεν κάνω κτ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lee no se atrevió a ir a la montaña rusa a último minuto.

τολμάω, τολμώ

(να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Te atreves a decirme qué hacer?
Τολμάς να μου λες τι να κάνω;

τολμώ να πω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El joven ejecutivo se atrevió a decir que el cliente favorito del jefe estaba engañando a la compañía.
Το νεαρό στέλεχος τόλμησε να πει ότι ο αγαπημένος πελάτης του αφεντικού έκλεβε την εταιρεία.

τολμώ να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Después de meses de gustar de ella, James finalmente se atrevió a invitarla a salir.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του atrevido στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.