Τι σημαίνει το entrar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης entrar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του entrar στο ισπανικά.

Η λέξη entrar στο ισπανικά σημαίνει πάω μέσα, μπαίνω μέσα, μπαίνω, εισχωρώ σε κτ, με παίρνουν, μου κάνει, μου χωράει, χωράω, περνώ το κατώφλι, μπαίνω, εισέρχομαι, μπαίνω, μπαίνω σε κτ, μπαίνω σε κτ, τρυπώνω, έρχομαι, μπαίνω, κόβω, μεταφέρω, μπαίνω, εισέρχομαι, έρχομαι, μπαίνω, έρχομαι, περνάω, περνώ, μπαίνω, χωράω, χωρώ, εισχωρώ σε κτ, κατατάσσομαι, χωράω σε κτ, μέθοδος αποτίμησης FIFO, αναβράζω, αφρίζω, εισβάλλω, ζεσταίνομαι, επανεισέρχομαι, ξαναμπαίνω, στριμώχνω, αποκτώ, συγκρούομαι, διίσταμαι, αντικρούομαι, διώχνω, απομακρύνω, κυκλοφορώ, μαθαίνομαι, πανικοβάλλω, με το που ήρθε, έφυγε, απαγορεύεται/δεν υπάρχει η είσοδος, δικαίωμα εισόδου-εξόδου, μπαίνω με τη βία, συγκρουόμενος, μπαίνω σε λεπτομέρειες, ξεκινάω πόλεμο, συστήνω κπ στους γονείς, γνωρίζω κπ στους γονείς, εκτίθεμαι σε κάτι, μπαίνω με το ζόρι, μπαίνω στον αγώνα, τίθεμαι σε ισχύ, τίθεμαι σε ισχύ, εμφανίζομαι στη σκηνή, ξεκινάει ο τοκετός, κλονίζομαι, βάζω μυαλό, ετοιμάζομαι να ρίξω το τελειωτικό χτύπημα, εξαπατώμαι από κτ, ξεγελιέμαι από κτ, θέλω να συμμετάσχω, αποκτώ πρόσβαση σε κτ, εκρήγνυμαι, μπαίνω στο παιχνίδι, ορμάω, ορμώ, αντιβαίνω, αντικρούομαι, κάνω βιαστικά, εμπλέκομαι, ανακατεύομαι, ασχολούμαι, μπαίνω με όπισθεν, μπαίνω με την όπισθεν, περνάω από κάπου, μπαίνω έρποντας, μπαίνω βιαστικά, βάζω μυαλό, συμμορφώνομαι, μπαίνω σε κτ, μπαίνω, διαρρηγνύω, διαρρηγνύω, κάνω υπερανάληψη, αφήνω κπ να μπει, αφήνω κπ να περάσει, αφήνω κπ να μπει σε κτ, μπαίνω έρποντας, αναπτύσσω, αναλύω, υπεισέρχομαι, μπαίνω, μπαίνω, χωρώ, ταιριάζω, εφαρμόζω, συνδέομαι σε, καλώ κπ να περάσει μέσα, στην πραγματικότητα, κάνω εμφάνιση-αστραπή, είσοδος, βγαίνω στη σκηνή, παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου, κηρύσσω τον πόλεμο σε κπ, με παίρνει ο αέρας, ορμάω, βολεύομαι σε κτ, καταπατώ, χώνομαι, προθερμαίνομαι, βάζω κτ με την όπισθεν σε κτ, συζητώ, αποκτώ πρόσβαση σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης entrar

πάω μέσα, μπαίνω μέσα

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hace calor afuera. ¿Quieres entrar?
Έχει ζέστη έξω. Θα ήθελες να μπούμε μέσα;

μπαίνω

(auto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Abrí la puerta y entré.
Άνοιξα την πόρτα και μπήκα.

εισχωρώ σε κτ

Los soldados entraron en el edificio del gobierno y tomaron el control.

με παίρνουν

(καθομιλουμένη: σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
De 20.000 solicitudes a la universidad el año pasado, solamente entraron 3.000.

μου κάνει, μου χωράει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mis zapatos ya no me quedan.
Τα παπούτσια μου δεν μου κάνουν πια.

χωράω

(διαστάσεις)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La pieza no cabe porque es de otro tamaño.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο.

περνώ το κατώφλι

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Entré en nuestra nueva casa.

μπαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cada vez que alguien entra en el negocio, suena un timbre.
Κάθε φορά που μπαίνει κάποιος στο κατάστημα χτυπάει ένα κουδουνάκι.

εισέρχομαι, μπαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando la famosa actriz entró a la habitación, todos se dieron vuelta para mirarla.

μπαίνω σε κτ

verbo intransitivo (en coche) (με όχημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Usted recibirá una boleta cuando entre al estacionamiento.

μπαίνω σε κτ

verbo intransitivo

- Pasa a mi recibidor - le dijo la araña a la mosca.

τρυπώνω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Al principio, nunca se imaginó que pudiera llegar a ser infiel, pero luego le empezaron a entrar dudas.

έρχομαι, μπαίνω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Necesitamos a un experto, y aquí es donde entras tú.
Χρειαζόμαστε τη συμβουλή ενός ειδικού και αυτός είναι ο δικός σου ρόλος.

κόβω

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεταφέρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Entraban la droga por la ciudad fronteriza.
Μετέφεραν ναρκωτικά μέσω της πόλης κοντά στα σύνορα.

μπαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Para entrar a la sala de ordenadores, los estudiantes necesitan una tarjeta de banda magnética especial.
Οι μαθητές πρέπει να χρησιμοποιούν μια ειδική κάρτα για να έχουν πρόσβαση στην αίθουσα των υπολογιστών.

εισέρχομαι

(επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pueden entrar, pero por favor toquen a la puerta para anunciar su presencia.
Μπορείς να μπεις μέσα, αλλά σε παρακαλώ χτύπα την πόρτα πρώτα για να ανακοινώσεις την παρουσία σου.

έρχομαι

verbo intransitivo (marea) (παλίρροια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hoy entró la marea alta hacia las tres de la tarde.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν είναι σωστό να βρίσκεσαι σε αυτή την παραλία όταν φουσκώνουν τα νερά.

μπαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Por favor entre (o: pase), la puerta está abierta.
Εισέλθετε παρακαλώ. Η πόρτα είναι ανοιχτή.

έρχομαι

(moverse hacia uno) (προχωρώ προς)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ven aquí y lee esto.
Έλα εδώ να διαβάσεις κάτι.

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El sofá sencillamente no pasa por la puerta.

μπαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Charles hizo una entrada en el estudio.

χωράω, χωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En esta carpa caben (OR: entran) cinco personas.
Η σκηνή μπορεί να φιλοξενήσει πέντε άτομα.

εισχωρώ σε κτ

Los exploradores penetraron el interior de la jungla.

κατατάσσομαι

locución verbal (στρατός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se va a jubilar del ejército el año que viene; tenía sólo dieciocho cuanto quiso entrar.
Συνταξιοδοτείται από το στρατό του χρόνου. Ήταν μόνο δεκαοχτώ όταν κατατάχθηκε.

χωράω σε κτ

La mesa no entra en la pequeña habitación.
Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο.

μέθοδος αποτίμησης FIFO

(siglas en inglés, contabilidad)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αναβράζω, αφρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εισβάλλω

(ES, coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No les gustará que nos colemos.

ζεσταίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Entremos a calentarnos, estuvimos aquí afuera mucho tiempo.
Ας πάμε μέσα να ζεσταθούμε. Παραμείναμε εδώ έξω.

επανεισέρχομαι, ξαναμπαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στριμώχνω

(μεταφορικά: χρόνος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκτώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Accedió a una gran fortuna cuando era joven.
Απέκτησε μια μεγάλη κληρονομιά όταν ήταν αρκετά νέος.

συγκρούομαι, διίσταμαι, αντικρούομαι

(διαφωνώ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las opiniones de los médicos difieren.
Οι απόψεις των γιατρών διίστανται.

διώχνω, απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lauren intentó bloquear las imágenes en su mente.
Η Λόρεν προσπάθησε να σβήσει τις εικόνες από το μυαλό της.

κυκλοφορώ, μαθαίνομαι

(rumor, voz)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando corrió la voz de que estaba haciendo galletas, todos los niños aparecieron de golpe.
Όταν μαθεύτηκε πως έψηνε κουλουράκια, όλα τα παιδιά εμφανίστηκαν στην πόρτα της.

πανικοβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ver a la policía aterrorizó a Jeremy.
Η θέα της αστυνομίας πανικόβαλλε τον Τζέρεμι.

με το που ήρθε, έφυγε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Llegó y se fue de la reunión antes de que nadie se diera cuenta.

απαγορεύεται/δεν υπάρχει η είσοδος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δικαίωμα εισόδου-εξόδου

(estacionamiento) (χωρίς επιπλέον χρέωση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπαίνω με τη βία

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El ejército entró en la ciudad por la fuerza.

συγκρουόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
El acusado estaba muy consciente de que, al aceptar el soborno, estaba en conflicto con la ley.

μπαίνω σε λεπτομέρειες

(συχνά περιττές)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sin entrar en detalles, dime por qué está vacío el frasco de galletas.

ξεκινάω πόλεμο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gran Bretaña entró en guerra con Alemania en 1914.

συστήνω κπ στους γονείς, γνωρίζω κπ στους γονείς

locución verbal (ES)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estamos nerviosos porque esta noche su novio va a entrar a la casa.
Είμαστε αγχωμένοι, γιατί θα μας γνωρίσει τον φίλο της απόψε.

εκτίθεμαι σε κάτι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Llamé al doctor tan pronto como me enteré que había entrado en contacto con alguien que había tenido la gripe porcina.
Τηλεφώνησα στη γιατρό μόλις ανακάλυψα ότι είχα εκτεθεί στον ιό της γρίπης των χοίρων μετά από την επαφή μου με κάποιον που είχε προσβληθεί από αυτή.

μπαίνω με το ζόρι

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Intentó mantenerlo fuera de la casa, pero él entró a la fuerza.

μπαίνω στον αγώνα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τίθεμαι σε ισχύ

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las nuevas normas entrarán en vigencia en el mes de febrero del año que viene.

τίθεμαι σε ισχύ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La nueva ley de inmigración que aprobó la legislatura la semana pasada entrará en vigor desde el 1 de enero del año próximo.

εμφανίζομαι στη σκηνή

locución verbal (ES)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hace ejercicios de voz antes de entrar en escena.

ξεκινάει ο τοκετός

locución verbal (AR)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλονίζομαι

locución verbal (figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βάζω μυαλό

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Te aseguro de que traté por todos los medios, pero es muy obstinado, no pude hacerlo entrar en razón.

ετοιμάζομαι να ρίξω το τελειωτικό χτύπημα

expresión (figurado, derrotar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξαπατώμαι από κτ, ξεγελιέμαι από κτ

(AR)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

θέλω να συμμετάσχω

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκτώ πρόσβαση σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκρήγνυμαι

(ηφαίστειο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Cuándo fue la última vez que el Monte Etna entró en erupción?

μπαίνω στο παιχνίδι

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El cansancio entra en juego al final de las carrera.

ορμάω, ορμώ

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αντιβαίνω, αντικρούομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si las leyes locales entran en conflicto con las federales, el juez tendrá que decidir cuál prevalece.
Όταν οι τοπικοί νόμοι αντιβαίνουν τους εθνικούς νόμους τα δικαστήρια αποφασίζουν ποιος θα επικρατήσει.

κάνω βιαστικά

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Carol dejó el auto encendido mientras entraba corriendo a la tienda por cigarrillos.

εμπλέκομαι, ανακατεύομαι, ασχολούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No tengo intenciones de entrar en una discusión sobre política contigo, acordemos en que no estamos de acuerdo.

μπαίνω με όπισθεν, μπαίνω με την όπισθεν

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jeff miró por el espejo retrovisor para entrar marcha atrás en el lugar para estacionar.
Ο Τζεφ κοίταζε τον καθρέφτη καθώς έμπαινε με την όπισθεν στη θέση στάθμευσης.

περνάω από κάπου

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ella cree que puede entrar a sus anchas, dar órdenes a todo el mundo y largarse.

μπαίνω έρποντας

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Como llegó borracho otra vez, trató de entrar a hurtadillas.

μπαίνω βιαστικά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Él entró corriendo antes de que pudiéramos detenerlo.

βάζω μυαλό, συμμορφώνομαι

locución verbal (formal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Usted tiene que entrar en razón y pedirle disculpas al director.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Βάλε μυαλό (or: συμμορφώσου) και σταμάτα να συμπεριφέρεσαι ανόητα.

μπαίνω σε κτ

Ella siempre intenta meterse en todas las movidas.

μπαίνω

(πηγαίνω μέσα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Entró en la casa.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το αεροσκάφος εισήλθε στον ελληνικό εναέριο χώρο στις πέντε ακριβώς.

διαρρηγνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía atrapó al hombre que entró a robar en mi casa.

διαρρηγνύω

(casa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω υπερανάληψη

Entré en descubierto cuando accidentalmente saqué 500 en vez de 50.

αφήνω κπ να μπει, αφήνω κπ να περάσει

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lo siento, la tienda está cerrada y ya no puedo dejarle entrar.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι κάποιος στην πόρτα και σε ζητάει. Να τον αφήσω να μπει μέσα;

αφήνω κπ να μπει σε κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπαίνω έρποντας

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El hombre de negro entró sigilosamente a los arbustos.

αναπτύσσω, αναλύω, υπεισέρχομαι

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Entré en la casa.
Μπήκα στο σπίτι.

μπαίνω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χωρώ, ταιριάζω, εφαρμόζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Engordé y ya no cabía dentro de mi uniforme.
Πήρα κιλά και δεν χωρούσα πλέον στη στολή μου. Νομίζω ότι αυτή η μεγάλη κανάτα χωράει ακόμα στο ντουλάπι.

συνδέομαι σε

Para leer este foro, ingresa a wordreference.

καλώ κπ να περάσει μέσα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στην πραγματικότητα

locución verbal (επαναφέρω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Decirle que estaba en quiebra la hizo entrar en razón y dejar de comprar compulsivamente.
Όταν της είπα ότι είμαι απένταρος, είδε και πάλι τα πράγματα ρεαλιστικά και σταμάτησε τις καταναλωτικές της κραιπάλες.

κάνω εμφάνιση-αστραπή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Έκανε μια εμφάνιση-αστραπή στη συνάντηση. Σχεδόν δεν τον πήραμε είδηση.

είσοδος

locución nominal femenina (fig) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Acostarse con el jefe no es la forma (or: manera) de entrar en la alta sociedad.

βγαίνω στη σκηνή

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando ella diga "Oh, Romeo, Romeo", tú entras en escena.

παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En tiempos de peligro, los líderes deben entrar en acción para lidiar con la crisis.

κηρύσσω τον πόλεμο σε κπ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με παίρνει ο αέρας

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando abrió la puerta entraron volando un montón de hojas.

ορμάω

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βολεύομαι σε κτ

locución verbal

καταπατώ

(sin autorización)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si entras en su rancho sin autorización puede que te dispare.

χώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προθερμαίνομαι

(ejercicio)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Antes de comenzar el entrenamiento, vamos a hacer algunos ejercicios para entrar en calor.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ας κάνουμε λίγο ζέσταμα πριν αρχίσουμε το τρέξιμο.

βάζω κτ με την όπισθεν σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi esposa siempre tiene problemas entrando el coche en reversa hasta la calzada.

συζητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es un historia larga, no entremos en eso ahora.
Είναι μεγάλη ιστορία. Ας μην το συζητήσουμε τώρα.

αποκτώ πρόσβαση σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si pudiéramos encontrar una forma de acceder a los registros del club, podríamos encontrar al responsable.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του entrar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του entrar

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.