Τι σημαίνει το aún στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης aún στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aún στο ισπανικά.

Η λέξη aún στο ισπανικά σημαίνει ακόμα, ακόμα, ακόμα, ακόμα και τώρα, ακόμα, κυκλοφορώ, ακόμα, παρόλο, επιπλέον, επιπρόσθετα, ακόμα ένας, ακόμα καλύτερος, εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο, παρά, παρόλο, ακόμα και αν, ακόμα και έτσι, ακόμα και τότε, ακόμα και σε εκείνη την περίπτωση, ακόμα και στην περίπτωση που, ωστόσο, όμως, όχι ακόμα, ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο, ακόμη περισσότερο, ακόμα περισσότερο, πόσω μάλλον, ακόμα και αν, ακόμα και στην περίπτωση που, ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο, εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο, ακόμα καλύτερος, ακόμα περισσότερο, ακόμα πιο, ακόμα καλύτερα, όμως, ωστόσο, περισσότεροι, κρυφός, θα δείξει, θα δούμε, και πάλι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης aún

ακόμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me siento aún peor de lo que parece.
Αισθάνομαι ακόμα χειρότερα από όσο δείχνω.

ακόμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Él no había desayunado pero aún no tenía hambre.
Παρόλο που (or: Αν και) δεν είχε φάει πρωινό, δεν πεινούσε.

ακόμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No puedo hablar con él; todavía no nos han presentado.
Δεν μπορώ να του μιλήσω. Δεν έχουμε συστηθεί ακόμα.

ακόμα και τώρα

adverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aún hay gente que cree que el aterrizaje en la luna fue un fraude.

ακόμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Con aún mayor delicadeza, dijo que no quería comer nada más.
Με ακόμα μεγαλύτερη λεπτότητα είπε ότι δεν θα έτρωγε τίποτα άλλο.

κυκλοφορώ

adverbio

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Aún quedan muchos casos de sarampión.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Την άνοιξη κυκλοφορούν πολλές ιώσεις.

ακόμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Todavía no llega.
Δεν έχει έρθει ακόμα.

παρόλο

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
No había desayunado; aún así, no tenía hambre.
Δεν είχε φάει πρωινό, αλλά παρόλα αυτά δεν πεινούσε.

επιπλέον, επιπρόσθετα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Además, reducirá significativamente tu cantidad de trabajo.
Επιπρόσθετα (or: επιπλέον) θα μειώσει σημαντικά τον φόρτο εργασίας σου.

ακόμα ένας

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

ακόμα καλύτερος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
El motor tiene un rendimiento todavía mejor si se usa gasolina de alto octanaje.

εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Probablemente a Davina no le moleste, pero aun así deberíamos pedirle permiso para llevarnos su bicicleta.

παρά, παρόλο

locución conjuntiva

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Él era un sinvergüenza y un holgazán pero aun así ella lo amaba.

ακόμα και αν, ακόμα και έτσι

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ya sé que no te gustan las verduras, cariño. Pero aun así te las tienes que comer.
Αγάπη μου, το ξέρω ότι δεν σου αρέσουν τα λαχανικά. Ακόμα και έτσι πρέπει να τα φας όμως.

ακόμα και τότε, ακόμα και σε εκείνη την περίπτωση, ακόμα και στην περίπτωση που

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tenía solo cinco años, pero aun en ese momento sabía que la guerra era algo terrible.

ωστόσο, όμως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No le gustó el precio, sin embargo, lo compró.
Δεν της άρεσε η τιμή του φορέματος, ωστόσο το αγόρασε.

όχι ακόμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Todavía no tengo fluidez en español.
Δεν μιλάω ακόμα άπταιστα ισπανικά.

ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο

locución adverbial (εμφατικός τύπος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Normalmente hay mucho tráfico en esta carretera, e incluso más en hora pico.

ακόμη περισσότερο, ακόμα περισσότερο

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πόσω μάλλον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nadie debería comportarse tan estúpidamente, y mucho menos con alguien que tiene un trabajo de tanta responsabilidad.

ακόμα και αν, ακόμα και στην περίπτωση που

locución conjuntiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aun si nunca nos volvemos a ver, siempre te recordaré.
Ακόμα κι αν δεν ειδωθούμε ποτέ ξανά, θα σε θυμάμαι για πάντα. Θα συνέχιζα να λατρεύω τη σοκολάτα, ακόμα κι αν όλοι τη μισούσαν.

ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο

(εμφατικός τύπος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Necesitas un buen par de botas para escalar, aún más ahora que es invierno.

εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Max prometió cambiar pero de todas formas decidí terminar la relación.
Ο Μαξ υποσχέθηκε να αλλάξει. Παρ' όλα αυτά αποφάσισα να τερματίσω τη σχέση μας.

ακόμα καλύτερος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακόμα περισσότερο, ακόμα πιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si haces esto por ella, te amará aún más.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η επαγρύπνηση είναι ακόμα πιο απαραίτητη τώρα απ' ό,τι πριν από δύο χρόνια. Αν το κάνεις αυτό για εκείνη, θα σε αγαπήσει ακόμα περισσότερο.

ακόμα καλύτερα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Toca la guitarra aún mejor de lo que esperábamos.
Παίζει κιθάρα ακόμα καλύτερα απ' ό,τι αρχικά νομίζαμε.

όμως, ωστόσο

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Era muy caro viajar a ver a mi hermana y su familia, sin embargo valía la pena.
Το ταξίδι για να επισκεφθώ την αδελφή μου και την οικογένειά της ήταν πολύ ακριβό. Εντούτοις, άξιζε.

περισσότεροι

locución adverbial

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Cien votaron por él, pero más aún votaron en contra.
Εκατό ψήφισαν υπέρ του, αλλά περισσότεροι (or: πιο πολλοί) εναντίον του.

κρυφός

(coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θα δείξει, θα δούμε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

και πάλι

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aún στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.