Τι σημαίνει το aumento στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης aumento στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aumento στο ισπανικά.

Η λέξη aumento στο ισπανικά σημαίνει αυξάνομαι, αυξάνω, μεγεθύνω, μεγαλώνω, ισχυροποιούμαι, δυναμώνω, εντείνομαι, μεγαλώνω, αυξάνομαι, μεγαλώνω, αυξάνομαι, ακριβαίνω, παίρνω διαστάσεις χιονοστιβάδας, αυξάνομαι απότομα, δυναμώνω, μεγαλώνω, παίρνω, βάζω, ανεβάζω, αυξάνω, αυξάνομαι, αυξάνω, ανεβάζω, βάζω, παίρνω, αυξάνω, μεγαλώνω, ισχυροποιώ, δυναμώνω, εντείνω, αυξάνομαι, αυξάνομαι, ανεβάζω, συγκεντρώνω, αυξάνω, ανεβάζω, αυξάνω, οξύνω, αυξάνω, ανεβάζω, αυξάνομαι, αυξάνω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πρήζομαι, φουσκώνω, βελτιώνω, ενισχύω, συγκεντρώνομαι, συσσωρεύομαι, ενισχύω, αυξάνω, τσιμπάω, παραφουσκώνω, αυξάνω, πολλαπλασιάζω, αυξάνομαι, αυξάνομαι ραγδαία, εκτινάσσομαι στα ύψη, ανεβαίνω ελαφρώς, αυξάνω ελαφρώς, αυξάνομαι ελαφρώς, ανεβάζω, αυξάνω, αυξάνω, ανεβάζω, αυξάνω, εκτινάσσω, εκτοξεύω, αύξηση, αύξηση, μεγέθυνση, συσσώρευση, μεγέθυνση, αύξηση, σήκωμα, αύξηση, διόγκωση, αύξηση, διόγκωση, αυξητική, αύξηση, συσσώρευση, όγκος, μεγέθυνση, αύξηση, προσαύξηση, εκτόξευση, οπτικό ζουμ, άυξηση, άνοδος, αύξηση, αύξηση, αύξηση, άνοδος, αύξηση, κέρδος, αύξηση, άνοδος, αύξηση, άνοδος, αύξηση, αύξηση, αύξηση, άνοδος, αύξηση, άνοδος, μεγέθυνση, αύξηση, επέκταση, ανάπτυξη, αύξηση, εκτόξευση, κλιμάκωση, άνοδος, αύξηση, αύξηση, άνοδος, παίρνω βάρος, βάζω βάρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης aumento

αυξάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El precio de la vivienda ha aumentado un 5%.
Οι τιμές των ακινήτων έχουν αυξηθεί κατά 5%.

αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nuestra fiesta aumentó con la llegada de algunos invitados retrasados.

μεγεθύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los binoculares aumentan las imágenes.

μεγαλώνω, ισχυροποιούμαι, δυναμώνω, εντείνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El amor de Alison por su marido aumentaba con el paso de los años. // El misterio aumentó cuando encontramos un solo zapato abandonado en la orilla.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η αγάπη της Άλισον για τον άντρα της μεγάλωνε με τα χρόνια.

μεγαλώνω

verbo transitivo (σε μέγεθος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αυξάνομαι, μεγαλώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El club empezó con poca gente, pero los miembros han aumentado en los últimos meses.

αυξάνομαι, ακριβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se puso muy contenta cuando el precio de sus acciones aumentó un 20 % de un día para otro.
Χάρηκε πολύ όταν οι τιμή των μετοχών της ανέβηκε κατά 20% μέσα σε μια νύχτα.

παίρνω διαστάσεις χιονοστιβάδας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Con la inflación aumentando, la gente está empezando a abastecerse de efectivo.

αυξάνομαι απότομα

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δυναμώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alguien abrió la puerta de la casa donde era la fiesta y la música aumentó.

μεγαλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El descubrimiento de otro cadáver en el capítulo 2 sirve para aumentar la tensión.

παίρνω, βάζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aumenté tres kilos en las vacaciones.
Πήρα (or: έβαλα) τρία κιλά στις διακοπές.

ανεβάζω, αυξάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aumentamos el volumen de la tele para ahogar el ruido de nuestros vecinos discutiendo.
Ανεβάσαμε τον ήχο της τηλεόρασης για να πνίξουμε τον θόρυβο από τον καυγά των γειτόνων μας.

αυξάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La presión aumentó en el tanque de aire.
Η πίεση αυξήθηκε στη δεξαμενή αερίου.

αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compañía aumentó el salario de todos los empleados en un 3%.
Η εταιρεία έκανε αύξηση 3% στους μισθούς όλων.

ανεβάζω

(την τιμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω, παίρνω

(βάρος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Keith ha aumentado cinco kilos desde que se separó de su esposa.
Ο Κιθ πήρε 4,5 κιλά από τότε που χώρισε με τη γυναίκα του.

αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El dueño le aumentó cien dólares mensuales a la renta.
Ο ιδιοκτήτης ανέβασε το νοίκι κατά εκατό δολάρια το μήνα.

μεγαλώνω, ισχυροποιώ, δυναμώνω, εντείνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los argumentos aumentaron la convicción de Robert de que tenía razón. // La última pista solo aumentó el misterio.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι συζητήσεις ισχυροποίησαν την πεποίθηση του Ρόμπερτ πως ήταν σωστός. Το τελευταίο στοιχείο απλώς ενέτεινε το μυστήριο.

αυξάνομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El número de mosquitos aumenta durante el verano.

αυξάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La calidad del producto ha aumentado con respecto a la del año pasado.

ανεβάζω

verbo transitivo (αυξάνω, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La banda aumentó la cantidad de presentaciones en su gira.
Η μπάντα ανέβασε τον αριθμό συναυλιών στην περιοδεία τους.

συγκεντρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El partido político trataba de aumentar el apoyo entre los votantes.

αυξάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se aumentó los senos con implantes.
Μεγάλωσε τα στήθη της με εμφυτεύματα.

ανεβάζω, αυξάνω

(velocidad)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul aumentó la velocidad del piloto automático cuando entró en Nevada.

οξύνω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αυξάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El comerciante empezó a contrabandear para aumentar sus ingresos.

ανεβάζω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La popularidad del pueblo como un destino turístico aumentó el precio de las casas.

αυξάνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La población aumentará (or: crecerá) rápidamente.
Ο πληθυσμός θα αυξηθεί ραγδαία.

αυξάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aumentaron (or: incrementaron) el número de manzanas en el almacén.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

πρήζομαι, φουσκώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los tobillos de Wendy se hincharon cuando se patinó en las rocas mojadas.
Ο αστράγαλος της Γουέντι πρήστηκε αφού γλίστρησε στα βρεγμένα βράχια.

βελτιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mejoró sus posibilidades de conseguir empleo al obtener un grado universitario.
Βελτίωσε τις προοπτικές του να βρει δουλειά αποκτώντας πανεπιστημιακό πτυχίο.

ενισχύω

(ήχο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συγκεντρώνομαι, συσσωρεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Guarda un poco de dinero todos los meses y tus ahorros se acumularán.

ενισχύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nuestros miedos se realzaron con los repetidos bombardeos.

αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesito hacer algo para acrecentar mis ingresos.
Πρέπει να κάνω κάτι για να αυξήσω το εισόδημά μου.

τσιμπάω

(αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Algunos restaurantes suben los precios de las bebidas frías durante las olas de calor.

παραφουσκώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El DJ subió la música y la gente inundó la pista.

αυξάνω, πολλαπλασιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ahora que el negocio está dando ganancias, es tiempo de ampliar las operaciones.

αυξάνομαι

(valor)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Con una mejora de la economía, el precio de las acciones mejorará.
Με την ανάκαμψη της οικονομίας, θα αυξηθούν και οι τιμές των μετοχών.

αυξάνομαι ραγδαία

El éxito de la empresa se ha inflado en los últimos meses.
Η επιτυχία της εταιρείας αυξήθηκε ραγδαία τους τελευταίους μήνες.

εκτινάσσομαι στα ύψη

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las reformas en casa están haciendo que nuestra deuda se hinche.
Η ανακαίνιση στο σπίτι κάνει το χρέος μας να εκτιναχθεί στα ύψη.

ανεβαίνω ελαφρώς, αυξάνω ελαφρώς, αυξάνομαι ελαφρώς

Τώρα που ήρθε η άνοιξη, η θερμοκρασία ανέβηκε, επιτέλους, ελαφρώς.

ανεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chicos, tenemos que elevar nuestro nivel de juego o no ganaremos el partido.
Παιδιά, πρέπει να ανεβάσουμε το επίπεδό μας στο παιχνίδι, διαφορετικά δεν θα κερδίσουμε τον αγώνα.

αυξάνω

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Saber cómo había muerto sólo sumó al sufrimiento de la familia.
Η πληροφόρηση για τον τρόπο του θανάτου του κατάφερε μόνο να αυξήσει την οδύνη της οικογένειας.

αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El político ganaba popularidad cada semana.

ανεβάζω, αυξάνω

(precios)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El banco subió los tipos de interés.

εκτινάσσω, εκτοξεύω

(precios, interés) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los bancos subieron la tasa de interés.

αύξηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Me sorprendí al enterarme de que había un aumento en mi bonificación.

αύξηση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Me sorprendí al descubrir que se había producido un aumento en mi dividendo.

μεγέθυνση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El microscopio tiene un aumento de cien.

συσσώρευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay un aumento de grasa en la parte superior del fogón.

μεγέθυνση, αύξηση

nombre masculino (υπό κλίμακα ή σταθερό λόγο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se registró un marcado aumento de la demanda de este tipo de productos.

σήκωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αύξηση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se espera que los empleados se conformen con un aumento del 1%.

διόγκωση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αύξηση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El aumento en el número de modelos a la venta no dio como resultado más beneficios.
Η αύξηση του αριθμού των μοντέλων προς πώληση δεν κατάφερε να επιφέρει περισσότερα κέρδη.

διόγκωση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A medida que la economía mejora, podemos esperar un aumento en la tasa de empleo.
Όσο βελτιώνεται η οικονομία, αναμένεται μα διόγκωση της αγοράς εργασίας.

αυξητική, αύξηση

nombre masculino (cirugía) (πλαστική χειρουργική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El aumento de busto puede traer complicaciones después.
Οι αυξητικές στήθους συχνά οδηγούν σε επιπλοκές αργότερα.

συσσώρευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

όγκος

nombre masculino (músculos) (ζαργκόν)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεγέθυνση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El capitan ordenó un aumento completo en la pantalla de visualización.

αύξηση, προσαύξηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκτόξευση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los conflictos en Oriente Medio han causado el aumento del precio del petróleo.

οπτικό ζουμ

nombre masculino (lente) (φακός)

Esta lente tiene un aumento de 10x.
Αυτός ο φακός έχει μεγεθυντική ικανότητα 10x.

άυξηση, άνοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los propietarios estaban contentos por el aumento en el valor de las casas.
Οι ιδιοκτήτες κατοικιών χάρηκαν με την αύξηση της αξίας των σπιτιών.

αύξηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Recientemente la compañía ha experimentado un aumento en las ventas.
Πρόσφατα, η εταιρεία παρατήρησε αύξηση στις πωλήσεις της.

αύξηση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ross le tiene mucho miedo a su jefe como para pedirle un aumento.

αύξηση, άνοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El aumento de precios ahuyentó a los compradores.

αύξηση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha habido un aumento del 3% en el número de visitantes.

κέρδος

nombre masculino (usualmente plural)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La compañía ha experimentado un aumento significativo este año.

αύξηση, άνοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El aumento en precios hace que sea difícil costear la vivienda.
Η αύξηση (or: άνοδος) των τιμών καθιστά δύσκολη την αγορά ακινήτου.

αύξηση, άνοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El aumento de un 10% en los precios hizo que las cosas se pusieran muy caras.

αύξηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Él recibió un aumento de un 4%.
Του έδωσαν 4% αύξηση.

αύξηση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El aumento de la presión del gas es peligroso.

αύξηση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La empresa ha declarado que ha tenido un aumento de los beneficios.

άνοδος

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αύξηση, άνοδος

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los empleados de la fábrica disfrutaron de un gran aumento en sus salarios el mes pasado.

μεγέθυνση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Este programa de computadora permite la ampliación de fotos.

αύξηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La falta de ejercicio contribuye al crecimiento gradual de grasa corporal.

επέκταση, ανάπτυξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nuestras infraestructuras no han mantenido el ritmo del crecimiento de la ciudad durante la pasada década.

αύξηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tu salario aumentará en incrementos del 2 % cada año.

εκτόξευση

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha habido una ola de crímenes en el último año.

κλιμάκωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El incremento de hostilidades en esta región está causando preocupación internacional.

άνοδος

(επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hubo una mejora gradual en el precio de las acciones.

αύξηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Este vecindario experimentó un crecimiento de su población hace unos 20 años, pero la gente se marchó gradualmente.

αύξηση, άνοδος

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El aumento en el precio de la gasolina puso de mal humor a la gente.
Η αύξηση (or: άνοδος) της τιμής της βενζίνης εξαγρίωσε τον κόσμο.

παίρνω βάρος, βάζω βάρος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La mayoría de los estudiantes engordan en su primer año de facultad. ¡He engordado tanto que no me puedo abrochar los pantalones!

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aumento στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του aumento

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.