Τι σημαίνει το avisar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης avisar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του avisar στο πορτογαλικά.

Η λέξη avisar στο πορτογαλικά σημαίνει προειδοποιώ, προειδοποιώ, προειδοποιώ, ενημερώνω, πληροφορώ, προειδοποιώ κπ να κάνει κτ, πληροφορώ, ειδοποιώ, ενημερώνω, ενημερώνω, ειδοποιώ, καθιστώ κάτι γνωστό σε κάποιον, ενημερώνω, πληροφορώ, προειδοποιώ, προειδοποιώ κπ για κτ, πληροφορώ κπ για κτ, ειδοποιώ, ενημερώνω, ειδοποιώ κπ για κτ, ενημερώνω κπ για κτ, ενημερώνω, ενημερώνω, προειδοποιώ κπ για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης avisar

προειδοποιώ

verbo transitivo (conselho)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele me avisou (or: advertiu) que o trem poderia estar atrasado.
Με προειδοποίησε ότι το τρένο μπορεί να αργήσει.

προειδοποιώ

(advertir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A ONU está informando sobre novos problemas de mudança climática.

προειδοποιώ

(censurar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estou te avisando! Se você fizer isso mais uma vez, eu vou te mandar para a cama.

ενημερώνω, πληροφορώ

verbo transitivo (contar, revelar) (κάποιον ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lamentamos informar que sua conta foi suspensa.
Λυπούμαστε που σας πληροφορούμε πως ο λογαριασμός σας έχει απενεργοποιηθεί.

προειδοποιώ κπ να κάνει κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os pais de Patrick o aconselharam para ter cuidado em sua viagem de volta ao mundo. O médico aconselhou Jane para não exagerar nas coisas antes que ela estivesse completamente recuperada.

πληροφορώ

(informar ou alertar alguém) (μυστική και εμπιστευτική πληροφορία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ειδοποιώ, ενημερώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενημερώνω, ειδοποιώ, καθιστώ κάτι γνωστό σε κάποιον

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενημερώνω, πληροφορώ

verbo transitivo (informar a alguém) (κπ ότι/πως, κπ για κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προειδοποιώ

(notificar com antecedência)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προειδοποιώ κπ για κτ

(avisar dos perigos de algo)

πληροφορώ κπ για κτ

ειδοποιώ, ενημερώνω

(κπ ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O chefe da Amélia a notificou que estava apta a um aumento.
Το αφεντικό της Έιμι την ενημέρωσε πως πληρούσε τα κριτήρια για μια αύξηση.

ειδοποιώ κπ για κτ, ενημερώνω κπ για κτ

ενημερώνω

verbo transitivo (κάποιον ότι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Uma mensagem de texto me avisou (or: notificou) que meu voo estava atrasado.
Ένα γραπτό μήνυμα με ενημέρωσε ότι η πτήση μου είχε καθυστερήσει.

ενημερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προειδοποιώ κπ για κτ

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του avisar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.