Τι σημαίνει το em στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης em στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του em στο πορτογαλικά.

Η λέξη em στο πορτογαλικά σημαίνει μέσα σε, σε, σε, -, σε, σε, σε, μέσα, σε, σε, σε, σε, σύνδρομο χρόνιας κοπώσεως, σε, πάνω, επάνω, πάνω σε, στο σπίτι του, σκλήρυνση κατά πλάκας, πάνω σε, σε, σε, σε, σε, σε, σε, σε, στους, στις, στα, -, -, μηχανικός πλοίων, μηχ. μηχ., μετ. μηχ., έχει κάτι, σε, σε, με, σε, σε, στον, στην, στο, σε, σε, -, διά, σε, σε, σε, πάνω σε, σε, προς, σε, σε, σε, σε, σε, προς, -, σε, σε, σε κάθε, -, σε, κατά, -, σε, -, στο σπίτι, -, αντίθετος, μπρούμυτα, τυλιγμένος στις φλόγες, υπό εξαφάνιση, ετοιμόρροπος, μη εξισορροπημένος, κονσέρβα, εναρμονισμένος, κοκκώδης, εξουθενωμένος, εξαντλημένος, καταβεβλημένος, στροβιλιζόμενος, διαλυμένος, όλα σε ένα, κλαίγοντας, μες στα κλάματα, αυτός που ψήνεται από τον πυρετό, σύγχρονος, σημερινός, που εξέχει, που προεξέχει, μπουκιά, μπουκίτσα, φθαρμένος, λειτουργώ, έτοιμος κομμένος σε φέτες, υπό αμφισβήτηση, σταυρωτός, καθοδικός, πτωτικός, σπιτικός, που έχει βρει τον μπελά του, που θυμίζει μωσαϊκό, επεκτεινόμενος, νεφροειδής, σταυρόμορφος, μπροστά, εμπρός, σύντομα, σποραδικά, ήσυχα, σιωπηλά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης em

μέσα σε

(dentro)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Deixei o teu livro no carro.
Άφησα το βιβλίο σου μέσα στο (or: στο) αυτοκίνητο.

σε

preposição (para)

Ele entrou no quarto depois que você saiu.
Μπήκε στο δωμάτιο αφού έφυγες.

σε

preposição

Moro em uma pequena cidade na France, mas minha família mora em Londres. Vou te levar na minha loja favorita no centro da cidade.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Vou embora em março.
Θα φύγω τον Μάρτιο.

σε

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Liga-me de novo em dois dias.
Ξαναπάρε με τηλέφωνο σε δυο μέρες.

σε

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ela falou comigo em espanhol.
Μου μίλησε στα ισπανικά.

σε

preposição (κατάσταση)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
O prato estava em pedaços no chão.
Το πιάτο ήταν σκορπισμένο σε κομμάτια στο πάτωμα.

μέσα

preposição

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A resposta está no escopo normal.

σε

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Houve um declínio nas matrículas no último trimestre.

σε

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Você leu isso num livro?

σε

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Se você conseguir tocar em fá, eu consigo cantar.

σε

(κατηγορία)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ela trabalha com marketing.
Απασχολείται στο μάρκετινγκ.

σύνδρομο χρόνιας κοπώσεως

(encefalomielite miálgica)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
O paciente sofreu uma EM que causa fadiga crônica.

σε

preposição (τοποθεσία)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ele está em casa agora mesmo.
Είναι στο σπίτι τώρα.

πάνω, επάνω

preposição (em + o(s) = no(s), em + a(s) = na(s)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele subiu na cadeira para alcançar as prateleiras superiores.
Πάτησε πάνω στην καρέκλα για να φτάσει τα ψηλά ράφια.

πάνω σε

preposição (no topo de)

Anna subiu uma escada para chegar no telhado.
Η Άννα σκαρφάλωσε σε μια σκάλα για να ανέβει στη σκεπή.

στο σπίτι του

preposição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκλήρυνση κατά πλάκας

(esclerose múltipla)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πάνω σε

preposição (em cima)

Seus livros estão em cima da mesa.
Το βιβλίο σου είναι στο τραπέζι.

σε

preposição (em + um) (παρουσία)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ela está numa reunião.
Είναι σε μια σύσκεψη.

σε

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ele entrou em problemas por causa de seus comentários desagradáveis.
Τα αγενή του σχόλια τον έβαλαν σε μπελάδες.

σε

preposição (sobre)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
O pintor aplicou o pigmento na tela.
Ο ζωγράφος άπλωσε το χρώμα στον καμβά.

σε

preposição (contra)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
O carro dele bateu numa árvore.
Το αυτοκίνητό του χτύπησε σε ένα δέντρο.

σε

preposição (localidade)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Eles compraram uma casa nova no lago.
Αγόρασαν ένα σπίτι δίπλα στη λίμνη.

σε

preposição (όχι συνολικά)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
A mutação genética é encontrada em várias populações.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αυτό το τραγούδι είναι δημοφιλές σε όλη την Ευρώπη.

σε

preposição

Ela bateu nele na cabeça e fugiu.
Τον χτύπησε στο κεφάλι και έφυγε τρέχοντας.

στους, στις, στα

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Três em dez pessoas preferiram chocolate ao leite em vez de meio-amargo.
Από όλους τους ανθρώπους στον κόσμο, έμελλε να πάω να πέσω πάνω στον πρώην μου!

-

preposição (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Coloque a tampa na panela e ferva por cinco minutos.
Βάλτε το καπάκι στη θέση του και βράστε για πέντε λεπτά.

-

preposição (condição) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A casa está em chamas.
Το σπίτι πήρε φωτιά.

μηχανικός πλοίων

substantivo masculino (engenheiro marítimo)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Joana trabalha como EM num navio de pesquisas no Oceano Pacífico.

μηχ. μηχ.

substantivo masculino (engenheiro mecânico) (συντομογραφία: μηχανολόγος μηχανικός)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tomás é EM na fábrica.

μετ. μηχ.

substantivo masculino (engenheiro de mineração) (συντομογραφία: μεταλλειολόγος μηχανικός)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Fred é EM na mina.

έχει κάτι

preposição

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Tem algo na voz dele que me deixa nervoso.
Η φωνή του έχει κάτι που μου προκαλεί νευρικότητα.

σε

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Meu cão sempre senta na minha cadeira e pede por sobras.

σε

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
A maior habilidade do outro time nos deixou em desvantagem.

με

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Saímos em boa velocidade

σε

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Você tem de ver a casa em sua melhor fase.

σε

advérbio

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
O carro está entrando na visibilidade.

στον, στην, στο

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Estamos bem na última fase do nosso projeto.
Έχουμε προχωρήσει πολύ στο τελευταίο στάδιο του πρότζεκτ μας.

σε

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Você entrou em um acordo formal quando assinou.

σε

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
A casa caiu em degradação. O carro entrou no campo de visão.

-

preposição (tempo) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Estamos bem no mês de maio.
Πλέον έχουμε μπει για τα καλά στον Μάιο.

διά

preposição (matemática: divisão)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Quatro subdividido em doze é três.

σε

preposição

σε

preposição

σε

preposição

πάνω σε

preposição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Έχεις καθόλου μετρητά πάνω σου;

σε, προς

preposição

σε

σε

preposição

Minha mãe participou do júri de um julgamento por assassinato.

σε

preposição

O que vai passar no Canal 4 hoje à noite?

σε

preposição (base)

ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η επιβάρυνση είναι 5% επί του συνολικού ποσού.

σε

preposição (responsabilidade)

Πάντα πέφτει πάνω μου η ευθύνη να λύσω αυτά τα προβλήματα.

προς

preposição

-

preposição (fazendo uso) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Κάνει δίαιτα.

σε

preposição

σε

preposição (δείχνει αποτέλεσμα)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Foi quebrado em pedaços.

σε κάθε

preposição

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Há cem centímetros em um metro.

-

preposição (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Em que devo registrar esses recibos?
Σε ποια κατηγορία να αρχειοθετήσω αυτές τις αποδείξεις;

σε

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Não sou bom em xadrez.

κατά

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
As emissões de CO2 reduziram-se em 5% nos últimos três anos.

-

preposição (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Eu sempre saio para correr aos domingos. Vamos ao cinema na terça-feira.
Πάντα κάνω τζόκινγκ τις Κυριακές. // Πάμε σινεμά την Τρίτη. // Είσαι ελεύθερη στις 6 Ιουνίου; // Εκείνη τη μοιραία ημέρα, η Ώντρεϋ δεν είχε ιδέα τι έμελλε να της συμβεί.

σε

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
O lutador levou um soco na mandíbula.
Ο πυγμάχος δέχτηκε ένα χτύπημα στο πιγούνι.

-

preposição (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Você esteve no pub ontem à noite?
Ήσουν στην παμπ χτες;

στο σπίτι

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Infelizmente o George não está em casa neste momento.
Φοβάμαι ότι ο Γιώργος δεν είναι σπίτι τώρα.

-

locução adverbial (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ela entrou no poder por uma grande maioria.
Την ψήφισε η συντριπτική πλειοψηφία.

αντίθετος

(em oposição a)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Τα τέρματα ήταν στα αντίθετα (or: απέναντι) άκρα του γηπέδου.

μπρούμυτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O líder supremo inspecionou seus súditos enquanto eles ficavam inclinados diante dele.
Ο επικεφαλής επιθεώρησε τα υποκείμενα ενώ που ήταν ξαπλωμένα μπρούμυτα μπροστά του.

τυλιγμένος στις φλόγες

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

υπό εξαφάνιση

(em perigo de extinção) (είδος)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
O rinoceronte preto está em extinção.
Ο μαύρος ρινόκερος είναι υπό εξαφάνιση.

ετοιμόρροπος

(dilapidado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μη εξισορροπημένος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κονσέρβα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι τροφές σε κονσέρβα έχουν πολλά συντηρητικά.

εναρμονισμένος

(em harmonia)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοκκώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξουθενωμένος, εξαντλημένος, καταβεβλημένος

(cansaço)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

στροβιλιζόμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

διαλυμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

όλα σε ένα

adjetivo (tudo junto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλαίγοντας, μες στα κλάματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτός που ψήνεται από τον πυρετό

(figurado) (μεταφορικά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σύγχρονος, σημερινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Os médicos de hoje em dia se encolheriam frente a algumas das práticas médias medievais.

που εξέχει, που προεξέχει

(projetado, em evidência)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπουκιά, μπουκίτσα

(comida)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

φθαρμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

λειτουργώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έτοιμος κομμένος σε φέτες

(pão: já fatiado)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

υπό αμφισβήτηση

(questionada, discutida)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

σταυρωτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθοδικός, πτωτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A trajetória descendente do homem em queda foi interrompida pelo toldo da cafeteria.

σπιτικός

(alimento) (για φαγητό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει βρει τον μπελά του

(informal, vulgar) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που θυμίζει μωσαϊκό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επεκτεινόμενος

(έμφαση στην επέκταση)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

νεφροειδής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σταυρόμορφος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μπροστά, εμπρός

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fred caminha adiante, determinado a alcançar seu destino.

σύντομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu só preciso fazer uma ligação rápida; estarei com você brevemente.
Πρέπει να κάνω ένα γρήγορο τηλεφώνημα. Θα είμαι μαζί σας σύντομα.

σποραδικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Επισκεπτόμαστε σποραδικά την πόλη για προμήθειες.

ήσυχα, σιωπηλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του em στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του em

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.