Τι σημαίνει το balloon στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης balloon στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του balloon στο Αγγλικά.

Η λέξη balloon στο Αγγλικά σημαίνει μπαλόνι, αερόστατο, αυξάνομαι ραγδαία, εκτινάσσομαι στα ύψη, φουσκώνω, φλασκί, ποτήρι balloon, ψιλοκρεμαστή μπαλιά, μπαλονάκι, συννεφάκι, μπαλονάκι, με μπαλονάκι, πετάω με αερόστατο, πετώ με αερόστατο, τελική δόση, αυγοδάρτης, αβγοδάρτης, αερόστατο, συννεφάκι σκέψης, δοκιμή, μπαλόνι με νερό, μετεωρολογικό μπαλόνι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης balloon

μπαλόνι

noun (inflatable toy on a string)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The balloon was tied to the child's wrist so he would not lose it.
Το μπαλόνι ήταν δεμένο στον καρπό του παιδιού για να μην το χάσει.

αερόστατο

noun (hot-air balloon)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The county fair is offering rides in balloons this year.
Φέτος στη γιορτή της κομητείας προσφέρονται βόλτες με αερόστατο.

αυξάνομαι ραγδαία

intransitive verb (figurative (grow exponentially)

The company's success has ballooned in the past few months.
Η επιτυχία της εταιρείας αυξήθηκε ραγδαία τους τελευταίους μήνες.

εκτινάσσομαι στα ύψη

intransitive verb (figurative (money, debt: grow) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The house renovations are causing our debt to balloon.
Η ανακαίνιση στο σπίτι κάνει το χρέος μας να εκτιναχθεί στα ύψη.

φουσκώνω

intransitive verb (figurative, informal (person: put on weight) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Since his divorce, he has ballooned to three hundred pounds.
Μετά το διαζύγιό του έχει παχύνει και έφτασε τα εκατόν πενήντα κιλά.

φλασκί

noun (flask)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ποτήρι balloon

noun (glass for brandy)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
To fully enjoy this brandy, you should drink it out of a balloon.

ψιλοκρεμαστή μπαλιά

noun (UK (kick: a ball)

The striker ballooned the ball over the top of the goal.

μπαλονάκι

noun (device to dilate blood vessels) (ιατρική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
During Calvin's surgery, the surgeon used a balloon to dilate the clogged blood vessel.

συννεφάκι, μπαλονάκι

noun (comic: thought, speech bubble) (κόμικς)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In comic books, different balloon shapes can indicate different things, such as a character speaking or thinking something.

με μπαλονάκι

noun as adjective (surgery)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The surgeon performed a balloon angioplasty in order to widen the blood vessel.

πετάω με αερόστατο, πετώ με αερόστατο

intransitive verb (fly in hot-air balloon)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tourists often come to this hill to go ballooning.

τελική δόση

noun (loan: big final payment) (διακανονισμός)

αυγοδάρτης, αβγοδάρτης

noun (kitchen tool)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A wire balloon whisk is the best tool for beating egg whites.

αερόστατο

noun (passenger balloon)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Have you ever been for a ride in a hot-air balloon?

συννεφάκι σκέψης

noun (cartoon: bubble showing what [sb] is thinking)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δοκιμή

noun (test of public's reaction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The press release about the new product was a trial balloon to see if there would be a market for it.

μπαλόνι με νερό

noun (rubber balloon filled with water)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μετεωρολογικό μπαλόνι

(meteorology)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του balloon στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.