Τι σημαίνει το trial στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης trial στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trial στο Αγγλικά.

Η λέξη trial στο Αγγλικά σημαίνει δίκη, δοκιμή, δοκιμασία, δοκιμή, προκριματικά, επίδειξη, δυσκολία, δοκιμασία, δοκιμάζω, κλινική μελέτη, διεξάγω δίκη, δωρεάν δοκιμή, σε δίκη, σε δοκιμαστική περίοδο, υπ' εξέταση, προδικαστικός, προδικαστική ακρόαση, δικάζω, δίκη παρωδία, time trial, μέθοδος trial and error, δοκιμής και σφάλματος, ισοζύγιο, δοκιμή, δίκη από σώμα ενόρκων, πρωτοδικείο, ομάδα δοκιμής, ορκωτό δικαστήριο, δικηγόρος, δοκιμαστική περίοδος, δοκιμή, δοκιμαστική έκδοση, μέθοδος δοκιμής και σφάλματος, μέθοδος δοκιμής και πλάνης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης trial

δίκη

noun (resolution of legal issue in court)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The prosecutor presented evidence at the trial.
Ο εισαγγελέας παρουσίασε στοιχεία στη δίκη.

δοκιμή, δοκιμασία

noun (experimental attempt)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They tested the device in a controlled trial.
Τέσταραν τη συσκευή με μια ελεγχόμενη δοκιμή.

δοκιμή

noun (often plural (clinical testing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The drug trial lasted for three years before the drug was approved.
Η δοκιμή του φαρμάκου διήρκεσε τρία χρόνια μέχρι να εγκριθεί.

προκριματικά

noun (often plural (competitive event) (για συμμετοχή σε αγώνες)

The time trials determine who competes in the final race.
Οι προκριματικοί αγώνες καθορίζουν ποιος θα αγωνιστεί στον τελικό.

επίδειξη

noun (often plural (contest for animals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I am taking my filly to the horse trials tomorrow.
Θα πάω την φοράδα μου στην επίδειξη αλόγων αύριο.

δυσκολία, δοκιμασία

plural noun (difficulty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have had such trials trying to find a new job.
Πέρασα τόσες δοκιμασίες προσπαθώντας να βρω μια καινούρια δουλειά.

δοκιμάζω

transitive verb (test)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They are trialling a new drug for cancer.
Δοκιμάζουν ένα καινούριο φάρμακο κατά του καρκίνου.

κλινική μελέτη

noun (controlled testing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They're asking for volunteers for clinical trials of a new drug.

διεξάγω δίκη

verbal expression (hold court proceedings)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We should conduct a trial before we hang him.

δωρεάν δοκιμή

noun (sample of [sth] at no charge)

If you want to check our new vehicles, just give us a call and we'll schedule a free trial.

σε δίκη

expression (being examined in court)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε δοκιμαστική περίοδο

expression (undergoing probationary period)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπ' εξέταση

expression (informal, figurative (under severe scrutiny)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Stop asking me questions about where I was; I feel like I'm on trial!

προδικαστικός

adjective (before a legal trial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προδικαστική ακρόαση

noun (court hearing before trial)

δικάζω

verbal expression (make appear in court)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sometimes innocent people are put on trial for murder.

δίκη παρωδία

noun (trial with predetermined outcome)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Many show trials were conducted during Stalin's reign of terror. Show trials are meant to set an example.

time trial

noun (sport: timed qualifying)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Some stages of the Tour de France are road races; others are time trials.

μέθοδος trial and error

noun (learning from mistakes)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δοκιμής και σφάλματος

noun as adjective (characterized by learning from mistakes) (σε γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ισοζύγιο

noun (bookkeeping: check equality)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δοκιμή

noun (test of public's reaction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The press release about the new product was a trial balloon to see if there would be a market for it.

δίκη από σώμα ενόρκων

noun (law: verdict decided by panel)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρωτοδικείο

(law)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ομάδα δοκιμής

noun (number of people [sth] is tested on)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ορκωτό δικαστήριο

noun (law: panel of laypeople who decide guilt)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The trial jury found the accused guilty of the crime.

δικηγόρος

noun (US (attorney)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Trial lawyers have to be persuasive speakers in order to convince the jury.

δοκιμαστική περίοδος

noun (time during which [sth] can be evaluated)

The shop can hire you a wheelchair for a trial period to see if it suits your needs before you buy.

δοκιμή

noun (test)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I insisted on giving the car a trial run before I bought it. I took a trial run to see how much time I'll need to get to the airport tomorrow morning.
Επέμενα να κάνω μια δοκιμή στο αμάξι πριν το αγοράσω. Έκανα μια δοκιμή για να δω πόσο χρόνο θα χρειαστώ για να φτάσω στο αεροδρόμιο αύριο το πρωί.

δοκιμαστική έκδοση

noun (evaluation copy)

μέθοδος δοκιμής και σφάλματος, μέθοδος δοκιμής και πλάνης

noun (research method: learning from mistakes)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trial στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του trial

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.