Τι σημαίνει το burst στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης burst στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του burst στο Αγγλικά.

Η λέξη burst στο Αγγλικά σημαίνει σκάω, παθαίνω ρήξη, υφίσταμαι ρήξη, σκίζω, εμφανίζομαι, σκασμένος, που έχει υποστεί ρήξη, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, έκρηξη, έκρηξη, διάρρηξη, ρήξη, προβάλλω, εμφανίζομαι απότομα, αναπηδώ, πηδώ, εισβάλλω, εισβάλλω, πετάγομαι, πετάγομαι, πετάγομαι από κτ, ξεπετάγομαι από κτ, συμβαίνω στα ξαφνικά, ξεσπάω ξαφνικά, πηδώ, ξεπετάγομαι, εμφανίζομαι από το πουθενά, ξεσπάω σε χειροκροτήματα, πιάνω φωτιά, ξεσπάω σε γέλια, ξεκινώ να τραγουδώ στα ξαφνικά, πιάνω το τραγούδι, ξεσπάω σε κλάματα, χειροκροτήματα, ξέσπασμα γέλιου, απότομη επιτάχυνση, ανοίγω απότομα, ξεσπάω σε κλάματα, σκάω στα γέλια, ξεσπάω σε γέλια, ορμάω από κτ, περνάω, περνάω, είμαι γεμάτος από κτ, είμαι γεμάτος με κτ, είμαι γεμάτος κτ, γεμάτος, βάζω τα κλάματα, βάζω τα γέλια, κοντεύω να σκάσω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης burst

σκάω

intransitive verb (explode)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The water balloon burst when it hit the teacher's leg.
Το μπαλόνι με το νερό έσκασε όταν χτύπησε στο πόδι του δασκάλου.

παθαίνω ρήξη

intransitive verb (rupture)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Marty was taken to the hospital in an ambulance when his appendix burst.
Ο Μάρτι μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο όταν έπαθε ρήξη η σκωληκοειδής απόφυσή του.

υφίσταμαι ρήξη

transitive verb (cause rupture)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The stress of her new job caused Carolyn to burst a blood vessel in her eye.
Εξαιτίας του άγχους που βίωνε η Κάρολαϊν στη νέα δουλειά της, έσπασε ένα αιμοφόρο αγγείο μέσα στο μάτι της.

σκίζω

transitive verb (break, tear [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Larry laughed so hard, he burst his trousers.
Ο Λάρι γέλασε τόσο δυνατά που έσκισε το παντελόνι του.

εμφανίζομαι

intransitive verb (emerge, come into view)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The Beatles burst onto the music scene in the early 1960s.

σκασμένος

adjective (balloon, tyre: punctured)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που έχει υποστεί ρήξη

adjective (appendix: ruptured)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Abdominal pain and a very high temperature can signal a burst appendix.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (outbreak of gunfire, etc.)

He was wounded by a burst of mortar fire.

έκρηξη

noun (sudden emission) (μεταφορικά: με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
With a burst of energy, Joy surpassed the other runners and won the race.
Με μια έκρηξη ενέργειας, ο Τζόι προσπέρασε τους άλλους δρομείς και κέρδισε τον αγώνα.

έκρηξη

noun (explosion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We could see the burst of fireworks miles away.

διάρρηξη, ρήξη

noun (rupture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The river has been dangerously high since the burst at the dam.

προβάλλω, εμφανίζομαι απότομα

phrasal verb, intransitive (emerge forcefully)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The baby bird burst forth from his egg, eager to greet the world.
Ο νεοσσός πρόβαλλε από το αυγό, ανυπόμονος να χαιρετήσει τον κόσμο.

αναπηδώ, πηδώ

phrasal verb, intransitive (leap or spring out)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εισβάλλω

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (enter suddenly and forcefully)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The police burst in and arrested Davidson.

εισβάλλω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (enter)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The angry man burst into the room.
Ο θυμωμένος άντρας εισέβαλλε στο δωμάτιο.

πετάγομαι

phrasal verb, intransitive (spring out)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Max opened the wardrobe door and his children burst out, shouting, "Surprise!"

πετάγομαι

phrasal verb, intransitive (emerge from [sth] tight or restraining)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The chick finally burst out of its shell.

πετάγομαι από κτ

(spring out) (καθομιλουμένη)

He burst out from behind the wall, surprising everyone leaning against it.
Εμφανίστηκε ξαφνικά πίσω από τον τοίχο ξαφνιάζοντας όσους έγερναν πάνω του.

ξεπετάγομαι από κτ

(emerge, break out)

The chick finally burst out of its shell.
Το κλωσσόπουλο βγήκε επιτέλους από το αυγό του.

συμβαίνω στα ξαφνικά, ξεσπάω ξαφνικά

phrasal verb, intransitive (figurative (occur suddenly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Spring is bursting out all over the place!
Ξαφνικά ήρθε παντού η άνοιξη!

πηδώ

phrasal verb, transitive, inseparable (leap, pounce)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεπετάγομαι, εμφανίζομαι από το πουθενά

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (appear)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tara Lipinski burst upon the world of gymnastics as a bouncy fifteen-year-old.

ξεσπάω σε χειροκροτήματα

verbal expression (applaud spontaneously)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιάνω φωτιά

verbal expression (informal (catch fire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The bus burst into flames, trapping the passengers inside.
Το αυτοκίνητο τυλίχτηκε ξαφνικά στι φλόγες, παγιδεύοντας τους επιβαίνοντες.

ξεσπάω σε γέλια

verbal expression (informal (start laughing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They burst into laughter at the sight of his clown costume.

ξεκινώ να τραγουδώ στα ξαφνικά, πιάνω το τραγούδι

verbal expression (start singing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My father is so musical, he bursts into song in the middle of a conversation.

ξεσπάω σε κλάματα

verbal expression (informal (start crying suddenly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She burst into tears at the news of her friend's death.

χειροκροτήματα

noun (outbreak of clapping)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ξέσπασμα γέλιου

noun (sudden laugh)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That burst of laughter was inappropriate at a funeral.

απότομη επιτάχυνση

noun (sudden increase in speed)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
With a sudden burst of speed, he passed his competition and won the race.

ανοίγω απότομα

(open suddenly)

When the bell sounded, the school doors burst open and all the kids ran out.

ξεσπάω σε κλάματα

verbal expression (start weeping suddenly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκάω στα γέλια, ξεσπάω σε γέλια

verbal expression (laugh suddenly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When Jim finally got the joke, he burst out laughing.

ορμάω από κτ

(suddenly enter)

The police burst through the front door, looking for the criminal.

περνάω, περνάω

(suddenly break and come through) (με δύναμη, ορμητικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A dinosaur suddenly burst through the brick wall.

είμαι γεμάτος από κτ, είμαι γεμάτος με κτ, είμαι γεμάτος κτ

verbal expression (figurative (be full of [sth]) (π.χ. ντουλάπα γεμάτη με ρούχα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γεμάτος

verbal expression (figurative (feel intense: pride, emotion) (π.χ. γεμάτος χαρά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βάζω τα κλάματα

verbal expression (US, informal (start weeping suddenly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω τα γέλια

verbal expression (US, informal (laugh suddenly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοντεύω να σκάσω

adjective (informal, figurative (very excited) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm ready to burst: I can't wait to tell you the good news!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του burst στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του burst

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.