Τι σημαίνει το ballot στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ballot στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ballot στο Αγγλικά.

Η λέξη ballot στο Αγγλικά σημαίνει ψηφοφορία, ψηφίζω, καλώ κπ να ψηφίσει, καλώ κπ σε ψηφοφορία, ψηφίζω, εκλέγω, επιλέγω, ψηφοδέλτιο, κλήρωση, λίστα υποψηφίων, διανομή αγροτεμαχίων με κλήρωση ανάμεσα στους δικαιούχους, διανομή χαμηλότοκων δανείων με κλήρωση ανάμεσα στους δικαιούχους, της ψηφοφορίας, κάνω κλήρωση, κληρώνω, επιστολική ψήφος, κάλπη, κάλπη, ψηφοδέλτιο, ψηφίζω, διεξάγω ψηφοφορία, ψήφος δια αλληλογραφίας, μυστική ψηφοφορία, άτυπη ψηφοφορία, εικονική ψηφοφορία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ballot

ψηφοφορία

noun (voting, vote)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The officers of the club are elected by ballot.
Οι αξιωματούχοι του ομίλου εκλέγονται με ψηφοφορία.

ψηφίζω

intransitive verb (vote)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Club members balloted to elect a new president.
Τα μέλη της λέσχης ψήφισαν για να εκλέξουν νέο πρόεδρο.

καλώ κπ να ψηφίσει, καλώ κπ σε ψηφοφορία

transitive verb (poll)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The union balloted its members on whether to take strike action.
Η ένωση κάλεσε τα μέλη της σε ψηφοφορία για να αποφασίσουν αν θα κάνουν απεργία.

ψηφίζω, εκλέγω, επιλέγω

transitive verb (select by vote)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The homeowners' association will ballot a new secretary soon since the previous one moved away.
Η ένωση ιδιοκτητών ακινήτων θα εκλέξει νέο γραμματέα σύντομα καθώς ο προηγούμενος μετακόμισε.

ψηφοδέλτιο

noun (physical voting paper)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ballots will be collected and counted carefully by volunteer workers.

κλήρωση

noun (lottery selection process)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Too many people applied, so winners will be selected by ballot.

λίστα υποψηφίων

noun (candidate list)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
This year's ballot has five candidates to choose from.

διανομή αγροτεμαχίων με κλήρωση ανάμεσα στους δικαιούχους

noun (NZ (allocation of farm land)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διανομή χαμηλότοκων δανείων με κλήρωση ανάμεσα στους δικαιούχους

noun (NZ (housing loan)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

της ψηφοφορίας

noun as adjective (used for votes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Voting slips are inserted into the ballot box.

κάνω κλήρωση

intransitive verb (draw lots)

The club will ballot to decide who hosts the next event.

κληρώνω

(make selection by vote, at random)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The club will ballot for new officers at the next meeting.

επιστολική ψήφος

noun (vote cast while absent)

Bob voted by absentee ballot.

κάλπη

noun (box for votes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Media representatives were on hand to photograph the president as he dropped his ballot in the ballot box.

κάλπη

noun (figurative (results of a vote) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We'll see how popular the new law is at the ballot box.

ψηφοδέλτιο

noun (form used for voting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If you spoil your ballot paper, your vote will not be counted.

ψηφίζω

verbal expression (vote)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The issue has been discussed, so please cast your ballots in silence.

διεξάγω ψηφοφορία

verbal expression (conduct a vote)

ψήφος δια αλληλογραφίας

noun (vote cast and sent by post)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μυστική ψηφοφορία

noun (anonymous voting)

άτυπη ψηφοφορία, εικονική ψηφοφορία

noun (unofficial poll, vote)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ballot στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.