Τι σημαίνει το secret στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης secret στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του secret στο Αγγλικά.
Η λέξη secret στο Αγγλικά σημαίνει μυστικό, μυστικός, κρυφός, απόκρυφος, μυστικός, μυστικός, μυστήριο, μυστικό, μυστικό, απόρρητος, κρατάω κτ μυστικό, επτασφράγιστο μυστικό, στα κρυφά, κοινό μυστικό, μυστικός πράκτορας, κατάσκοπος, μυστική ψηφοφορία, μυστικός κώδικας, μυστική ταυτότητα, μυστικό συστατικό, μυστική συνταγή, μυστικές/κρυφές συνομιλίες/διαπραγματεύσεις, μυστικό/κρυφό πέρασμα, κρυψώνα, μυστική αστυνομία, μυστική αστυνομία, ανταλλαγή δώρων μεταξύ ομάδας ατόμων, στην οποία ο παραλήπτης δεν γνωρίζει ποιος του προσέφερε το δώ, μυστική υπηρεσία, μυστική εταιρία, μύχιες/κρυφές σκέψεις, λέω ένα μυστικό σε κπ, άκρως απόρρητος, επαγγελματικό μυστικό, μυστικό του επαγγέλματος, επαγγελματικό μυστικό, μυστικό του επαγγέλματος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης secret
μυστικόnoun ([sth] confidential) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Do you promise not to tell anybody this secret? Υπόσχεσαι να μην πεις σε κανένα αυτό το μυστικό; |
μυστικόςadjective (confidential) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The newspapers got a copy of the secret document. Οι εφημερίδες εξασφάλισαν ένα αντίγραφο του εμπιστευτικού (or: απόρρητου) εγγράφου. |
κρυφόςadjective (hidden) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The secret door was not discovered for years. |
απόκρυφοςadjective (mysterious) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We tried to interpret the secret writings. |
μυστικόςadjective (classified, not public) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) For security reasons, it was essential the public did not learn of the secret mission. |
μυστικόςadjective (secluded, sheltered) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This is my own secret place - hardly anyone can find me here. |
μυστήριο, μυστικόnoun (a mystery) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The secret of the missing treasure might never be known. |
μυστικόnoun (trade secret: method, plan) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) If the competition learns our secrets we are in trouble. |
απόρρητοςnoun (military: classification) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The report was marked Secret and could not be shown to the public. |
κρατάω κτ μυστικόphrasal verb, transitive, separable (conceal, not divulge) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Government information should be kept secret. |
επτασφράγιστο μυστικόnoun ([sth] kept confidential) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The plans for Mr. Jackson's new show were a closely guarded secret, known only to his closest associates. |
στα κρυφάadverb (without others knowing) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The spies met in secret. May I tell you something in secret? |
κοινό μυστικόnoun (official secret known to many) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) It´s an open secret that she was pregnant when she got married. |
μυστικός πράκτορας, κατάσκοποςnoun (spy) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μυστική ψηφοφορίαnoun (anonymous voting) |
μυστικός κώδικαςnoun (encryption) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μυστική ταυτότηταnoun (who a person really is) |
μυστικό συστατικόnoun (undisclosed element of a recipe) (σε συνταγή) |
μυστική συνταγήnoun (figurative (undisclosed factor that makes [sth] successful) (μεταφορικά: της επιτυχίας) |
μυστικές/κρυφές συνομιλίες/διαπραγματεύσειςplural noun (clandestine talks) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) After months of secret negotiations, Hitler and Stalin shocked the world when they announced a peace treaty between their two nations. |
μυστικό/κρυφό πέρασμαnoun (concealed tunnel) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) They escaped the fire through the secret passage which led to the stables. |
κρυψώναnoun (place where [sth] is hidden) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μυστική αστυνομίαnoun (covert police force) |
μυστική αστυνομίαnoun (historical (Nazi Germany: Gestapo) |
ανταλλαγή δώρων μεταξύ ομάδας ατόμων, στην οποία ο παραλήπτης δεν γνωρίζει ποιος του προσέφερε το δώnoun (anonymous Christmas gift exchange) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μυστική υπηρεσίαnoun (government intelligence agency) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μυστική εταιρίαnoun (clandestine group) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μύχιες/κρυφές σκέψειςplural noun ([sth] one thinks privately) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He decided to get professional help when he began having secret thoughts of suicide. |
λέω ένα μυστικό σε κπverbal expression (confide [sth] private to [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Once she told me her great secret, I wished I had never heard it. My neighbour likes to gossip - if you tell her a secret, the whole village knows by the end of the day! |
άκρως απόρρητοςadjective (highly confidential, restricted) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The CIA has many top secret operations. This is a top secret mission, so stay quiet. Η CIA έχει πολλές άκρως απόρρητες επιχειρήσεις. Αυτή είναι μια άκρως απόρρητη αποστολή γι' αυτό κάνε ησυχία. |
επαγγελματικό μυστικό, μυστικό του επαγγέλματοςnoun (figurative, informal (helpful hint) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επαγγελματικό μυστικό, μυστικό του επαγγέλματοςnoun (inside information) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Most companies refuse to reveal their trade secrets. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του secret στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του secret
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.