Τι σημαίνει το barrier στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης barrier στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του barrier στο Αγγλικά.

Η λέξη barrier στο Αγγλικά σημαίνει φράγμα, φραγμός, μπάρα, φραγματική νησίδα, κοραλλιογενής ύφαλος, σπάω το φράγμα του ήχου, εμπόδιο στην επικοινωνία, προστατευτικό κιγκλίδωμα, πολιτισμικά εμπόδια, μεγάλος κοραλλιογενής ύφαλος της Αυστραλίας, δυσκολία στην επικοινωνία εξαιτίας της γλώσσας, φράχτης απομάκρυνσης παρασίτων στην Αυστραλία, το φράγμα του ήχου, πύλη ελέγχου εισιτηρίων, εμπορικός φραγμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης barrier

φράγμα

noun (obstruction: physical)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The police have put up a barrier to block the road.
Η αστυνομία έβαλε ένα εμπόδιο για να κλείσει το δρόμο.

φραγμός

noun (figurative (obstruction: to progress, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The manager's disapproval is a real barrier to the plan.
Η αποδοκιμασία του διευθυντή αποτελεί πραγματικό εμπόδιο για το σχέδιο.

μπάρα

noun (UK (train station: ticket gate) (εισόδου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My ticket was damaged, so the barrier wouldn't open.

φραγματική νησίδα

(geology)

κοραλλιογενής ύφαλος

noun (coral ridge around a coastline)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The beach, being protected by a barrier reef, has very little surf.

σπάω το φράγμα του ήχου

verbal expression (go faster than sound)

When a plane breaks the sound barrier it produces a sonic boom that sounds like an explosion.

εμπόδιο στην επικοινωνία

noun ([sth] that blocks understanding)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I could not enjoy myself amongst his friends from abroad because there was a communication barrier.

προστατευτικό κιγκλίδωμα

noun (UK (safety fence at side of road)

πολιτισμικά εμπόδια

noun (social difference)

I adore my African friend, but it's still a difficult relationship because of the cultural barriers.

μεγάλος κοραλλιογενής ύφαλος της Αυστραλίας

noun (reef off Australian coast)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δυσκολία στην επικοινωνία εξαιτίας της γλώσσας

noun (figurative (difficulty in communication due to language difference)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
To break through the language barrier when I was in Asia I communicated with gestures and drawings.

φράχτης απομάκρυνσης παρασίτων στην Αυστραλία

noun (long fence in Australia)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

το φράγμα του ήχου

noun (travel at speed of sound)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πύλη ελέγχου εισιτηρίων

noun (UK (gate in train station)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εμπορικός φραγμός

noun ([sth] that restricts international trading)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του barrier στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του barrier

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.