Τι σημαίνει το hedge στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hedge στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hedge στο Αγγλικά.

Η λέξη hedge στο Αγγλικά σημαίνει φράκτης από θάμνους, κάλυψη έναντι κινδύνου, περιβάλλω με πυκνούς θάμνους, αμβλύνω, αντισταθμίζω, περικυκλώνω, ζορίζομαι από κτ, πιέζομαι από κτ, παλιο-, υπεκφυγή, εμπόδιο, φράγμα, υπεκφυγή, υπεκφεύγω, περικυκλώνω, περιφράσσω, φράχτης από θάμνους, κλαδευτήρι, αμοιβαίο κεφάλαιο αντιστάθμισης κινδύνου, εργαλείο για κούρεμα ή κλάδεμα, το παίζω εκ του ασφαλούς, ίταμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hedge

φράκτης από θάμνους

noun (row of dense shrubs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ashley spent her Saturday trimming the hedge.
Η Άσλεϋ πέρασε όλο το Σάββατο κουρεύοντας τους θάμνους του φράκτη.

κάλυψη έναντι κινδύνου

noun (protection against financial risk)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Seth bought property and invested in foreign currencies as a hedge against inflation.
Ο Σεθ αγόρασε γη και επένδυσε σε ξένα νομίσματα ως αντιστάθμιση για τον πληθωρισμό.

περιβάλλω με πυκνούς θάμνους

transitive verb (surround with dense shrubs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The farmer is hedging her fields.

αμβλύνω

transitive verb (figurative (be less direct)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kelsey always hedged her statements to avoid offending people.
Η Κέλσι σουλουπώνει πάντα τις δηλώσεις της για να αποφύγει να προσβάλει τον κόσμο.

αντισταθμίζω

transitive verb (protect: against financial risk)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian hedged his investments to keep his retirement fund safe.
Ο Μπράιαν αντιστάθμισε τις επενδύσεις του για να διατηρήσει ασφαλές το συνταξιοδοτικό του κονδύλιο.

περικυκλώνω

(often passive (surround, encircle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
There was no escape; we were hedged in.

ζορίζομαι από κτ, πιέζομαι από κτ

(often passive, figurative (restrict, surround) (εγώ ο ίδιος)

Ike was hedged in by the schoolwork at his university, so he dropped out to start his business.

παλιο-

adjective (pejorative (inadequate, inferior) (μειωτικό)

We need proper legal advice; there's no point in consulting that hedge-lawyer!

υπεκφυγή

noun (linguistics: mitigating word)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A hedge is used in speaking or writing to soften an assertion.

εμπόδιο, φράγμα

noun (figurative (barrier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The politician had to make her way through a hedge of microphones outside her office.

υπεκφυγή

noun (figurative (evasion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The senator used a series of hedges to avoid answering the question.

υπεκφεύγω

intransitive verb (figurative (be evasive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The politician always hedged to avoid really answering any questions.

περικυκλώνω, περιφράσσω

phrasal verb, transitive, separable (enclose, surround)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φράχτης από θάμνους

noun (type of hedge) (τετραγωνισμένο σχήμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We have a lovely box hedge in our garden.

κλαδευτήρι

plural noun (gardening tool: shears)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αμοιβαίο κεφάλαιο αντιστάθμισης κινδύνου

noun (finance: type of investment) (οικονομικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εργαλείο για κούρεμα ή κλάδεμα

noun (garden tool for cutting hedges) (κηπουρική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A hedge trimmer will save you a lot of effort, but for a small hedge a pair of garden shears will do the job quite well.

το παίζω εκ του ασφαλούς

intransitive verb (figurative (play it safe, lessen a risk) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you hedge your bets you may make less profit in the short term, but your money will be safer in the long run.

ίταμος

noun (variety of shrub)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hedge στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hedge

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.