Τι σημαίνει το dam στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dam στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dam στο Αγγλικά.

Η λέξη dam στο Αγγλικά σημαίνει φράγμα, μητέρα, φράζω, φράσσω, ταμιευτήρας, κατασκευάζω φράγμα σε κτ, καταπιέζω, συγκρατώ, οδοντικό διάφραγμα, στοματικό διάφραγμα, στοματικό διάφραγμα, ελαστικός απομονωτήρας, περασμένα ξεχασμένα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dam

φράγμα

noun (water barrier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Behind the dam is a large, calm pond suitable for swimming in.
Πίσω απ΄ το φράγμα υπάρχει μια μεγάλη γαλήνια λίμνη κατάλληλη για κολύμπι.

μητέρα

noun (animal: female parent) (για ζώα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The lambs and their dam paraded across the road.
Τα αρνιά και οι μητέρες τους περπατούσαν κατά μήκος του δρόμου.

φράζω, φράσσω

transitive verb (block flow)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They dammed the stream to create a waterfall.
Έφτιαξαν φράγμα στον ποταμό για να δημιουργήσουν έναν καταρράχτη.

ταμιευτήρας

noun (body of water)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Canoes and rowboats are allowed in the dam, but no boats with motors.

κατασκευάζω φράγμα σε κτ

phrasal verb, transitive, separable (block flow)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We need to dam up the river to prevent a flood.

καταπιέζω, συγκρατώ

phrasal verb, transitive, separable (figurative (feelings: repress)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

οδοντικό διάφραγμα, στοματικό διάφραγμα

noun (dental sheet) (οδοντιατρικό εξάρτημα)

στοματικό διάφραγμα

noun (condom for oral sex) (για στοματικό σεξ σε γυναίκα)

ελαστικός απομονωτήρας

noun (dental sheet) (οδοντιατρικό εξάρτημα)

When I go to the dentist I don't mind the shot of novocaine; it's the rubber dam I can't stand.

περασμένα ξεχασμένα

expression (passed and unimportant)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dam στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του dam

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.