Τι σημαίνει το fence στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fence στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fence στο Αγγλικά.

Η λέξη fence στο Αγγλικά σημαίνει φράχτης, φράκτης, φράχτης, φράκτης, ξιφομαχώ, κλεπταποδόχος, τσακώνομαι, πουλάω, πουλώ, κλείνω κτ κάπου, περιφράσσω, περιορίζω, περιφράζω, περιφράσσω, συρμάτινος φράχτης, πάσσαλος φράχτη, αναποφάσιστος, αναποφάσιστος, περιμετρικός φράκτης, φράχτης, φράχτης για τα κουνέλια, φράχτης στα σύνορα μεταξύ κρατιδίων της Αυστραλίας, φράχτης απομάκρυνσης παρασίτων στην Αυστραλία, ορίζω συγκεκριμένη χρήση, ορίζω συγκεκριμένο σκοπό, υποχρεώνω κπ να χρησιμοποιήσει κτ για συγκεκριμένο σκοπό, είμαι αναποφάσιστος, φράχτης ιπποδρομίας, από μακριά όλα φαντάζουν εύκολα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fence

φράχτης, φράκτης

noun (enclosure around property)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Josh built a fence around his garden.
Ο Τζος έχτισε έναν φράχτη γύρω από τον κήπο του.

φράχτης, φράκτης

noun (horse racing: obstacle) (ιππασία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The horse jumped the fence.
Το άλογο πήδηξε το εμπόδιο.

ξιφομαχώ

intransitive verb (sport) (άθλημα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Erin fenced at a national competition.
Η Έριν ξιφομάχησε σε έναν εθνικό αγώνα.

κλεπταποδόχος

noun (informal (person: deals in stolen items)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The burglar took his loot to a fence.

τσακώνομαι

intransitive verb (figurative (argue)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The two professors had been fencing over the subject for years.
Οι δυο καθηγητές τσακώνονταν επί χρόνια για αυτό το ζήτημα.

πουλάω, πουλώ

transitive verb (stolen property)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The pawn shop fenced stolen goods.

κλείνω κτ κάπου

phrasal verb, transitive, separable (animals: confine)

περιφράσσω

phrasal verb, transitive, separable (area: enclose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They fenced in the yard in the hope of keeping foxes away from their chickens.

περιορίζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative ([sb]: confine, restrict)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιφράζω, περιφράσσω

phrasal verb, transitive, separable (partition with fence)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συρμάτινος φράχτης

noun (wire enclosure)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Private tennis courts are usually surrounded with chain-link fences.

πάσσαλος φράχτη

noun (stake or picket of a fence)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You should install the fence posts in postholes that are deep enough to go below the frostline.

αναποφάσιστος

noun (figurative (person who is undecided or neutral)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He became a famous fence sitter as he never chose sides.

αναποφάσιστος

adverb (figurative (undecided)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is nuclear power a good or bad thing? I'm still on the fence.

περιμετρικός φράκτης

noun (fence surrounding an area)

φράχτης

noun (fence made of wooden stakes or posts)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φράχτης για τα κουνέλια

noun (enclosure, barrier: to keep out rabbits)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

φράχτης στα σύνορα μεταξύ κρατιδίων της Αυστραλίας

noun (AU, informal (boundary between Australian states)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φράχτης απομάκρυνσης παρασίτων στην Αυστραλία

noun (long fence in Australia)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ορίζω συγκεκριμένη χρήση, ορίζω συγκεκριμένο σκοπό

transitive verb (assign to [sth]) (χρηματικά ποσά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποχρεώνω κπ να χρησιμοποιήσει κτ για συγκεκριμένο σκοπό

transitive verb (oblige to use for [sth]) (χρηματικά ποσά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι αναποφάσιστος

verbal expression (figurative (be undecided)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

φράχτης ιπποδρομίας

noun (obstacle used in a horse race)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

από μακριά όλα φαντάζουν εύκολα

verbal expression (figurative (things seem better from afar)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fence στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fence

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.