Τι σημαίνει το base στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης base στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του base στο πορτογαλικά.

Η λέξη base στο πορτογαλικά σημαίνει βάση, βάση, βάση, βάση, βάση, βάση, ως βάση, πρόποδες, βάση, βάση, θεμέλιο, υπόβαθρο, προκαταρκτική εργασία, στάθμευση, βάση, βάση, μέικαπ, μέικ απ, αιτία, βαλβίδα, βάση, βάση, βάση, υπόβαθρο, ρίζα, πηγή, θεμελίωση, πάτημα, υπόστρωμα, βασικός μισθός, κατώτερος μισθός, βασικός μισθός, κατώτερος μισθός, βασικός μισθός, κατώτερος μισθός, βασικός μισθός, κατώτερος μισθός, βασικός μισθός, κατώτερος μισθός, σουβέρ, που ταιριάζει στο brand, αεροπορική βάση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, στρατιωτική βάση, βασική τιμή, φορολογητέα βάση, σταθμός ιχνηλάτησης, καταυλισμός στους πρόποδες βουνού, γερή βάση, πρώτη βάση, αρχική πλάκα, αρχική βάση, στρατόπεδο, αεροπορική βάση του ναυτικού, δεύτερη βάση, τρίτη βάση, αμυντικός βάσης, στρατιωτική βάση, στρατιωτική βάση, <div>λογισμικό διαχείρισης βάσης δεδομένων</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, πίνακας δεδομένων, βάση υποδοχής, βάση σύνδεσης, ντουζιέρα, ντουσιέρα, υγιής βάση, στέρεα βάση, σκραπ ζάχαρης, base on balls, αρχική πλάκα, αρχική βάση, like-for-like πωλήσεις, στη βάση, με βάση κτ, ευθύνομαι για κάτι, κάνω άλμα βάσης, αποτελώ τη βάση, αποτελώ το θεμέλιο, βάση δεδομένων, απλοί πολίτες, διαχειριστής βάσης δεδομένων, επιχειρηματική έδρα, κεντρικά, μου κόβονται τα γόνατα, βάση του αντίχειρα, μπέις λάιν, μονάδα βάσης, μήλο, κοντά στη βάση, με βάση το λάδι, πιο κοντά στην αρχική βάση, πιο κοντά στην αρχική πλάκα, κοντά στη βάση, αρχική βάση, αρχική πλάκα, δεύτερη βάση, δεύτερη βάση, άλμα βάσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης base

βάση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A luminária tem uma grande base redonda.
Το φωτιστικό δαπέδου έχει μια μεγάλη στρογγυλή βάση.

βάση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A Bíblia forma a base da maioria das crenças cristãs.
Η Βίβλος αποτελεί τη βάση των περισσότερων Χριστιανικών πιστεύω.

βάση

substantivo feminino (κύριο συστατικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O molho tem como base o tomate.
Η σάλτσα έχει βάση την τομάτα.

βάση

substantivo feminino (militar: instalação) (στρατιωτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A marinha americana tem uma base em San Diego.
Οι ΗΠΑ έχουν μια βάση στο Σαν Ντιέγκο.

βάση

substantivo feminino (beisebol)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O corredor passou a segunda base e seguiu para a terceira.

βάση

substantivo feminino (química) (χημεία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Este líquido é uma base e não um ácido.
Αυτό το υγρό είναι βάση, όχι οξύ.

ως βάση

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Primeiro você precisa aplicar uma camada base de tinta.

πρόποδες

(για βουνό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Eles administravam um pequeno resort de chalés no sopé da montanha.
Νοικιάζουν ένα μικρό σαλέ στους πρόποδες του βουνού.

βάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nós usamos a árvore como ponto de partida, e medimos tudo a partir dela.
Χρησιμοποιήσαμε ως βάση το δέντρο και μετρήσαμε τα πάντα από εκεί.

βάση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A base para os testes padronizados no ensino fundamental é a necessidade de todos estudantes estarem no nível apropriado para a idade.
Η βάση των τυποποιημένων εξετάσεων στα δημοτικά σχολεία έγκειται στην ανάγκη όλοι οι μαθητές να είναι στο κατάλληλο επίπεδο για την ηλικία τους.

θεμέλιο, υπόβαθρο

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προκαταρκτική εργασία

στάθμευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βάση

(fundação)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A confiança e comunicação são as bases de um bom relacionamento.
Η εμπιστοσύνη και η επικοινωνία είναι η βάση για μια καλή σχέση.

μέικαπ, μέικ απ

substantivo feminino (maquiagem)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Amy aplicou um pouco de base.
Η Έιμυ άπλωσε λίγη βάση.

αιτία

substantivo feminino (figurado, fundamentação teórica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Em que base você fundamenta suas conclusões? O juiz disse que ela não tem base para acreditar que ele iria reincidir.
Η δικαστής είπε ότι δεν είχε λόγο να πιστεύει ότι θα έκανε και άλλο αδίκημα.

βαλβίδα

substantivo feminino (beisebol: base do rebatedor)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O corredor escorregou até a base para marcar a corrida vencedora.

βάση

substantivo feminino (beisebol)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O corredor estava salvo porque o homem da primeira base tirou o pé da base.

βάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βάση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A discussão do advogado não tinha fundamento.
Το επιχείρημα του δικηγόρου δεν είχε καμιά βάση.

υπόβαθρο

(princípio)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρίζα, πηγή

(figurado) (μτφ: αιτία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Precisamos descobrir o que está no fundo deste problema.

θεμελίωση

(construção)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A fundação desmoronando mostra que essa construção precisa de grandes reparos.

πάτημα

(para subida segura) (αναρρίχηση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπόστρωμα

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βασικός μισθός, κατώτερος μισθός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βασικός μισθός, κατώτερος μισθός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βασικός μισθός, κατώτερος μισθός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βασικός μισθός, κατώτερος μισθός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βασικός μισθός, κατώτερος μισθός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σουβέρ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

που ταιριάζει στο brand

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αεροπορική βάση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

στρατιωτική βάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βασική τιμή

φορολογητέα βάση

(recursos sujeitos à taxação)

σταθμός ιχνηλάτησης

substantivo feminino (base para rastrear objeto na atmosfera)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

καταυλισμός στους πρόποδες βουνού

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γερή βάση

(posição segura) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρώτη βάση

(beisebol)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρχική πλάκα, αρχική βάση

substantivo masculino (beisebol: base em que se posiciona o rebatedor) (μπέιζμπολ)

στρατόπεδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αεροπορική βάση του ναυτικού

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δεύτερη βάση

substantivo feminino (beisebol) (μπέιζμπολ)

Ο επιθετικός μπάτερ μπόρεσε να προσεγγίσει τη δεύτερη βάση με ασφάλεια.

τρίτη βάση

(beisebol: última das três bases)

O jogador chegou à terceira base.

αμυντικός βάσης

(beisebol: atacante na terceira base) (θέση στο μπέιζμπολ)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Τα αντανακλαστικά ενός αμυντικού τρίτης βάσης πρέπει να είναι εξαιρετικά.

στρατιωτική βάση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στρατιωτική βάση

<div>λογισμικό διαχείρισης βάσης δεδομένων</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>

substantivo masculino

πίνακας δεδομένων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάση υποδοχής, βάση σύνδεσης

(estrangeirismo)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ντουζιέρα, ντουσιέρα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υγιής βάση, στέρεα βάση

(bases sensíveis e razoáveis) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκραπ ζάχαρης

substantivo masculino (produto esfoliante para o corpo)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

base on balls

substantivo feminino (στο μπέιζμπολ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αρχική πλάκα, αρχική βάση

(baseball) (μπέιζμπολ)

like-for-like πωλήσεις

expressão

στη βάση

locução prepositiva (ao pé de)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με βάση κτ

locução prepositiva

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Os candidatos serão julgados com base nas suas performances durante a entrevista.
Οι υποψήφιοι θα κριθούν με βάση την επίδοσή τους στη συνέντευξη.

ευθύνομαι για κάτι

expressão

κάνω άλμα βάσης

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποτελώ τη βάση, αποτελώ το θεμέλιο

(μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
A crença no criacionismo está na base de (or: está por trás de) seus argumentos.

βάση δεδομένων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Η βάση δεδομένων περιείχε τέσσερα αρχεία με αυτό το όνομα.

απλοί πολίτες

(pessoas comuns, membros locais de grupos) (μεταφορικά)

διαχειριστής βάσης δεδομένων

(άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιχειρηματική έδρα

κεντρικά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μου κόβονται τα γόνατα

expressão verbal (estar com muito medo ou nervoso) (μτφ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βάση του αντίχειρα

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gary enfiou o polegar na massa.
Ο Γκάρι έχωσε τη βάση του αντίχειρα του στη ζύμη.

μπέις λάιν

(τένις)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μονάδα βάσης

(finanças)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μήλο

substantivo feminino (μεταφορικά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A base do meu dedão dói quando estou tocando violino.

κοντά στη βάση

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ele bateu a bola alto para perto da base à direita do campo.

με βάση το λάδι

locução adjetiva (tinta, perfume)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιο κοντά στην αρχική βάση, πιο κοντά στην αρχική πλάκα

expressão (beisebol)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os jogadores internos jogam próximo a primeira base quando há um corredor na terceira.

κοντά στη βάση

locução adverbial (beisebol)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nessa tacada, o jogador joga perto da base à esquerda.

αρχική βάση, αρχική πλάκα

substantivo feminino (beisebol)

Ele roubou da terceira base do rebatedor.

δεύτερη βάση

(beisebol)

δεύτερη βάση

(beisebol: posição)

άλμα βάσης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του base στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.