Τι σημαίνει το bien que στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bien que στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bien que στο Γαλλικά.

Η λέξη bien que στο Γαλλικά σημαίνει αν και, αν και, αν και, αν και, αν και, μολονότι, τυχερός, ενώ, μολονότι, παρόλο που, παρόλο που, αν και, τολμώ να υποθέσω, τολμώ να πω, προσπαθώ, φτιάχνω πρόχειρα, κινούμαι με βραδύτητα μέσα από, παρόλο που, αν και, όσο κι αν, αν και, κινούμαι με βραδύτητα μέσα από, χειρότερα από κτ/κπ, προχωράω αργά, ενώ, προχωράω, παρόλο, κάπως, πάω κούτσα κούτσα, βγαίνω, μπαίνω, σπρώχνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bien que

αν και

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Les fleurs sont belles, quoique inadaptées pour l'événement.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Φέρθηκε αντιεπαγγελματικά. Παρ' όλ' αυτά συνέχισε να έχει πελάτες.

αν και

conjonction

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bien que très fatigué, j'ai continué à travailler jusqu'au lever du soleil.
Αν και ήμουν κουρασμένος, συνέχισα να δουλεύω μέχρι την αναταολή του ήλιου.

αν και

conjonction (même si)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Cette nouvelle est déprimante bien que prévisible.

αν και

conjonction

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αν και, μολονότι

(opposition)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Je la vois tout le temps, bien que (or: quoique) je ne lui dise jamais un mot.
Τη βλέπω διαρκώς. Ωστόσο, ποτέ δεν της μιλάω.

τυχερός

(κατάσταση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Είναι τυχερό που έχει και άλλους συγγενείς και τη βοηθούν.

ενώ, μολονότι

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Bien qu'il soit un joueur très doué, il n'a aucune discipline.
Αν και είναι πολύ έμπειρος παίχτης, δεν έχει καθόλου αυτοπειθαρχία.

παρόλο που

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Linda est venue travailler bien qu'elle soit malade.
Παρόλο που έβρεχε, αποφάσισα να πάω στη βιβλιοθήκη με τα πόδια.

παρόλο που, αν και

conjonction

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bien qu'il neige, nous devons aller à l'école.

τολμώ να υποθέσω, τολμώ να πω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je suppose que tu dois avoir faim après ta longue marche.
Να υποθέσω ότι πεινάς μετά τον περίπατό σου;

προσπαθώ

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φτιάχνω πρόχειρα

Sam a monté à la hâte une équipe pour le match de foot de samedi.

κινούμαι με βραδύτητα μέσα από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En raison du relief accidenté, nous avons été obligés de traverser (tant bien que mal) les lignes ennemies les mieux défendues.

παρόλο που, αν και

conjonction

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bien qu'il (or: Quoiqu'il) fasse sombre dehors, ils sont allés faire une promenade. (or, plus soutenu: Bien qu'il (or: Quoiqu'il) fît sombre dehors, ils allèrent faire une promenade).
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η θεωρία του καθηγητή, καίτοι ενδιαφέρουσα, ήταν εντούτοις εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχτεί.

όσο κι αν

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Autant j'aime beaucoup James comme ami, autant je ne pourrais jamais sortir avec lui.

αν και

conjonction

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

κινούμαι με βραδύτητα μέσα από

(véhicule)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χειρότερα από κτ/κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προχωράω αργά

Le train se traînait dans la gare.

ενώ

Même si je suis contente qu'il séjourne chez nous, j'aimerais beaucoup qu'il ne boive pas tout le lait.
Αν και χαίρομαι που ήρθε να μείνει σε εμάς, εύχομαι να μην τελείωνε όλο το γάλα!

προχωράω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai une tonne de travail à faire, mais j'avance tant bien que mal (or: péniblement) à une allure constante. Les affaires ont un peu ralenti pour le moment, mais nous continuons à avancer tant bien que mal.

παρόλο

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Autant j'aime Mel Gibson, autant ce film est trop violent pour moi.
Όσο και να μου αρέσει ο Μελ Γκίμπσον, αυτή η ταινία είναι πολύ βίαιη για μένα.

κάπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mark avait besoin de sa voiture pour travailler, donc il devait d'une manière ou d'une autre trouver un moyen de payer les réparations.
Ο Μαρκ χρειαζόταν το αυτοκίνητο για τη δουλειά του, γι' αυτό έπρεπε με κάποιο τρόπο να πληρώσει την επισκευή.

πάω κούτσα κούτσα

(ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Un des moteurs de l'avion est tombé en panne et nous avons volé tant bien que mal jusqu'à la ville la plus proche pour un atterrissage d'urgence.

βγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le train s'est arrêté au quai et tous les passagers sont sortis (or: descendus).

μπαίνω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La pièce était petite et on était un peu à l'étroit, mais tout le monde est entré.

σπρώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bien que στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.