Τι σημαίνει το bien στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bien στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bien στο Γαλλικά.

Η λέξη bien στο Γαλλικά σημαίνει σωστά, καλά, καλά, επαρκώς, καλά, καλά, καλά, καλά, καλά, καλά, καλά, καλά, καλά, ωραία, καλό, καλό, καλός, πολύ, καλό, άνετα, καλός, καλός, εντάξει, με ασφάλεια, καλά, σωστά, ωραία, όμορφα, εύστοχα, αυτό, ιδιοκτησία, ιδιωτική περιουσία, καλά, εντάξει, με ασφάλεια, καλά, ωραία, όμορφα, όφελος, ωραία, όμορφα, διαβολεμένα, διαολεμένα, κολασμένα, καλά, μια χαρά, καλά, σωστά, ωραία, αρκετά, όμορφα και, τελείως, εντελώς, σίγουρα, σωστό, φοβερός, υπέροχος, καταπληκτικός, τρομερός, εντάξει, σωστά, καλά, φτηνά, σωστά, σωστά, ωραία, έντονα, δυνατά, ελκυστικά, εύκολα, καθαρά, ξεκάθαρα, ευπρεπής, κόσμιος, πλούσια, πλουσιοπάροχα, άπλετα, σωστά, ορθώς, υπάρχοντα, χρήσιμος, βολικός, μάλιστα, οξυδερκής, εφαρμοστός, εφοδιασμένος, αδιάθετος, ζουμερός, κούκλος, αλκοολούχος, λογικός, φαρισαϊκός, αυτάρεσκος, ιησουϊτικος, ευρέως γνωστός, περιποιημένος, σωστά αιτιολογημένος, προφανώς, σαφώς, χειρότερα, σταθερά, σφιχτά, ή, με φιλικούς χαιρετισμούς, ευημερία, κύριος, χασομέρης, αγαπημένος, αγαπημένη, ευημερία, ευδοκιμώ, αναπτύσσομαι, που νιώθει αστάθεια, φουσκωμένος, σωριασμένος, στοιβαγμένος, πολυαγαπημένος, εντελώς, απόλυτα, εκπληκτικά, καταπληκτικά, απίστευτα, φανταστικά, γεμάτος περιποίηση, συναγωνίζομαι, μιμούμαι, καταφέρνω, πετυχαίνω, ιδιοκτησία, ευτυχία, άπαιχτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bien

σωστά, καλά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le travail a été bien fait.
Η δουλειά έχει γίνει σωστά (or: καλά).

καλά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les choses se passent plutôt bien en ce moment, tous nos besoins sont satisfaits. La réunion s'est bien passée, sans difficultés majeures.
Τα πράγματα πηγαίνουν καλά τελευταία, δεν έχουμε ανικανοποίητες ανάγκες. Η συνάντηση πήγε καλά, χωρίς σημαντικές δυσκολίες.

επαρκώς

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nous sommes bien approvisionnés en nourriture.
Είμαστε επαρκώς εφοδιασμένοι με τρόφιμα.

καλά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le professeur expliqua bien les données, et nous avons tous compris la théorie.
Ο καθηγητής εξήγησε την ύλη καλά και όλοι καταλάβαμε τη θεωρία.

καλά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
D'après la recette, il faut bien mélanger les ingrédients avant d'ajouter les œufs.
Οι οδηγίες λένε να ανακατέψουμε τα υλικά καλά πριν προσθέσουμε αυγά.

καλά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je le comprenais bien, mais j'avais encore quelques questions.
Τον κατάλαβα καλά, αλλά και πάλι είχα μερικές ερωτήσεις.

καλά

adverbe (intimement)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je le connais bien.
Τον ξέρω καλά.

καλά

(santé)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hier j'étais malade, mais aujourd'hui je vais bien.
Ήμουν άρρωστος χθες, αλλά σήμερα είμαι εντάξει.

καλά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tout va bien aujourd'hui dans notre ville.

καλά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cette voiture marche bien.

καλά

adverbe (attitude positive)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
C'était une blague assez cruelle, mais il l'a bien prise.
Ήταν αρκετά άσχημη φάρσα αλλά το πήρε καλά.

καλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vous avez bien fait de dire la vérité au médecin.

ωραία

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bien, dit le professeur quand l'élève rendit son devoir à temps.

καλό

nom masculin (όφελος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Je l'ai fait pour notre bien à tous.
Το έκανα για το καλό όλων μας.

καλό

Il y a toujours une part de bien dans un individu.

καλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En tant que mécanicien, tu peux bien (or: correctement) gagner ta vie.
Ως μηχανικός, μπορείς να βγάλεις καλά λεφτά.

πολύ

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il est tout à fait conscient de ses responsabilités.
Ξέρει πολύ καλά τις αρμοδιότητές του.

καλό

(κάνει)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
À quoi bon poser toutes ces questions si personne n'y répond ?

άνετα

(personne : dans [qch], quelque part)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le week-end, je porte toujours des vêtements dans lesquels je suis à l'aise.
Τα σαββατοκύριακα, πάντα φοράω ρούχα με τα οποία νιώθω άνετα. Είσαι άνετα έτσι που κάθεσαι στο πάτωμα;

καλός

(χαρακτήρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est un homme bon.
Είναι καλός άνθρωπος.

καλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cette maison a besoin d'un bon nettoyage.

εντάξει

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vous êtes garé en face ? C'est bien.
Πάρκαρες στο απέναντι πεζοδρόμιο; Εντάξει.

με ασφάλεια

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Louis s'est assuré que la caravane était bien attachée à la voiture.
Ο Λούις βεβαιώθηκε ότι η ρυμούλκα είχε στερεωθεί καλά στο αυτοκίνητο.

καλά, σωστά, ωραία, όμορφα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Essaye de bien te comporter lorsque ta grand-mère est là.

εύστοχα

adverbe (situé)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αυτό

adverbe

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Tu es enceinte. C'est bien ce que je pensais.
Είσαι έγκυος λοιπόν. Αυτό το φαντάστηκα.

ιδιοκτησία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La direction ne peut être tenue responsable d'un éventuel vol de biens dans la voiture d'un client.

ιδιωτική περιουσία

nom masculin (possession)

καλά, εντάξει

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
J'avais un peu mal au ventre hier mais je vais bien de nouveau aujourd'hui.
Είχα λίγο ναυτία χθες, αλλά νιώθω καλά πάλι σήμερα.

με ασφάλεια

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Malgré le brouillard, Patricia est bien rentrée.
Παρά την ομίχλη, η Πατρίσια έφτασε στο σπίτι της με ασφάλεια.

καλά, ωραία, όμορφα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ils nous ont bien traités tout au long de notre séjour.

όφελος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'est pour ton bien que je suis intervenu.
Λογομάχησα για δικό σου όφελος. Εγώ δεν είχα κάποιο συμφέρον από τη διένεξη.

ωραία, όμορφα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Toutes les chambres sont très bien aménagées.

διαβολεμένα, διαολεμένα, κολασμένα

(avec trop) (ανεπ, εμφατικός τύπος)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il est bien trop fainéant pour faire le ménage.

καλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ναι, τα πήγε μια χαρά με την παρουσίαση.

μια χαρά

adverbe (καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La voiture marche toujours bien pour moi.
Το αυτοκίνητο δουλεύει πάντα μια χαρά για μένα.

καλά, σωστά, ωραία

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ces chaussures vont bien avec ma nouvelle robe.

αρκετά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cette voiture est bien assez grande pour notre famille.
Αυτό το αυτοκίνητο είναι αρκετά μεγάλο για την οικογένειά μας.

όμορφα και

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il fait bien frais sous ce parasol.
Είναι ευχάριστα και δροσερά κάτω από αυτή την ομπρέλα.

τελείως, εντελώς

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le coffre était bien rempli pour le voyage.
Το πορτ μπαγκάζ ήταν γεμάτο μέχρι τα μπούνια για το ταξίδι.

σίγουρα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tu ne m'as pas vu mais j'étais bien là.
Δεν με είδες, αλλά εγώ ήμουν εκεί, εντάξει;

σωστό

nom masculin

Nous devons apprendre à distinguer le bien du mal.
Πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε το σωστό από το λάθος.

φοβερός, υπέροχος, καταπληκτικός, τρομερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Wow, c'est trop bien ! J'adore !

εντάξει

(ανεπίσημο)

Oui, c'est un type bien. Vous pouvez lui faire confiance.

σωστά, καλά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ce stylo ne marche pas bien.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτό το πλυντήριο δεν λειτουργεί σωστά (or: καλά).

φτηνά

adverbe (μτφ: ξεφεύγω, γλιτώνω)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il s'en est bien tiré cette fois. Je n'arrive pas à croire que ses parents ne l'aient pas puni.
Πολύ φτηνά τη γλίτωσε αυτή τη φορά! Δεν το πιστεύω ότι οι γονείς του δεν τον τιμώρησαν!

σωστά

(comprendre)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ai-je bien compris ? Ça marche de cette façon ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχω καταλάβει σωστά την ιστορία; Έτσι έγιναν τα πράγματα;

σωστά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Arrête ! Tu ne le fais pas bien.

ωραία

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

έντονα, δυνατά

(conscient)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il a commencé à se sentir bien (or: parfaitement) seul après une semaine dans la nature.

ελκυστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les exposants sur ce marché présentent toujours bien leurs produits.

εύκολα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Karen a dit qu'elle le ferait, mais elle pouvait très bien changer d'avis.
Η Κάρεν είπε πως θα το κάνει, μπορεί όμως ν' αλλάξει γνώμη εύκολα.

καθαρά, ξεκάθαρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le professeur expliqua clairement en quoi consistait le devoir.
Ο καθηγητής εξήγησε ξεκάθαρα την εργασία.

ευπρεπής, κόσμιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je te prie d'utiliser un vocabulaire convenable en présence de ta grand-mère.
Σε παρακαλώ να χρησιμοποιείς κόσμιο λεξιλόγιο μπροστά στη γιαγιά σου.

πλούσια, πλουσιοπάροχα, άπλετα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σωστά, ορθώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bob était habillé correctement pour l'occasion.

υπάρχοντα

(souvent au pluriel)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Toutes les affaires de Simon tiennent dans le coffre de sa voiture.
Όλα τα υπάρχοντα του Σάιμον χωράνε στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Αυτό το κολιέ είναι ό, τι πιο πολύτιμο έχω· μου το έδωσε η γιαγιά μου πριν πεθάνει.

χρήσιμος, βολικός

(για κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les boîtes à chaussures sont très bien pour ranger d'anciennes lettres et cartes postales.
Τα κουτιά παπουτσιών είναι χρήσιμα για την αποθήκευση παλιών καρτ ποστάλ και γραμμάτων.

μάλιστα

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Eh bien ! Je vois que vous n'avez pas eu le temps de nettoyer la maison !

οξυδερκής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle est très perspicace à propos des besoins particuliers des étudiants.
Αντιλαμβάνεται πολύ εύκολα που χρειάζονται επιπλέον βοήθεια οι μαθητές.

εφαρμοστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle avait les cheveux blonds décolorés et portait un tailleur ajusté.
Είχε κατάξανθα μαλλιά και φορούσε ένα εφαρμοστό κοστούμι.

εφοδιασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Agatha regarda les étagères du garde-manger particulièrement bien approvisionnées, et se réjouit d'avoir fait tant de provisions.
Η Αγκάθα κοίταξε τα γεμάτα ράφια στην αποθήκη τροφίμων και ένιωσε ικανοποίηση που είχε τόσες προμήθειες.

αδιάθετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ζουμερός

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κούκλος

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

αλκοολούχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λογικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φαρισαϊκός, αυτάρεσκος, ιησουϊτικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je ne veux rien avoir à faire avec lui, il a un côté bien-pensant particulièrement ennuyeux.

ευρέως γνωστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Οι κίνδυνοι του καπνίσματος είναι ευρέως γνωστοί. Είναι ευρέως γνωστό το γεγονός ότι οι μητέρες πάντα γνωρίζουν καλύτερα.

περιποιημένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σωστά αιτιολογημένος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προφανώς, σαφώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Évidemment, nous sommes partis quand ils ont manqué de bières.
Εννοείται πως μόλις τελείωσε η μπύρα φύγαμε.

χειρότερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Regarde le carnage que j'en ai fait : on ne peut pas faire pire !

σταθερά, σφιχτά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tommy a solidement fermé la bouteille avec son bouchon afin qu'elle ne fuie pas.

ή

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Voulez-vous la verte ou la bleue ?
Θέλεις το πράσινο ή το μπλε;

με φιλικούς χαιρετισμούς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευημερία

nom masculin invariable

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je suis inquiète du bien-être des enfants.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι γείτονές μου δεν δίνουν δεκάρα για το καλό των άλλων.

κύριος

(anglicisme) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Richard s'est conduit en parfait gentleman à son rendez-vous.

χασομέρης

(familier) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αγαπημένος, αγαπημένη

nom masculin

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ευημερία

nom masculin invariable

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les parents devraient assurer le bien-être de leurs enfants.
Οι γονείς οφείλουν να διασφαλίζουν την ευημερία των παιδιών τους.

ευδοκιμώ, αναπτύσσομαι

(φυτά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les tomates prospèrent ici avec peu de soin.

που νιώθει αστάθεια

(personne)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle a dit qu'elle se sentait chancelante et qu'elle avait besoin de s'asseoir.
Είπε ότι αισθανόταν αδύναμη και ότι χρειαζόταν να καθίσει.

φουσκωμένος

(familier : sac ou poche) (τσέπη, τσάντα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les poches de son pantalon étaient bourrées de toutes sortes de cochonneries.
Οι τσέπες του παντελονιού του ήταν φουσκωμένες με όλων των ειδών τις βλακείες.

σωριασμένος, στοιβαγμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vince a descendu l'escalier péniblement avec le panier à linge plein (or: bien rempli).

πολυαγαπημένος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je vous écris pour vous apprendre le décès de ma femme bien-aimée.

εντελώς, απόλυτα

(être au courant, avoir raison)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je suis parfaitement au courant de la situation.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είμαστε εντελώς (or: απόλυτα) ευχαριστημένοι που καθόμαστε εδώ.

εκπληκτικά, καταπληκτικά, απίστευτα, φανταστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

γεμάτος περιποίηση

locution adjectivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Marie et Jess sont allées dans un spa à la campagne pour un week-end bien-être.

συναγωνίζομαι

(κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le Real Madrid est tellement en forme que les autres équipes ont du mal à suivre.
Η Ρεάλ Μαδρίτης βρίσκεται σε τόσο καλή φόρμα που οι άλλες ομάδες δυσκολεύονται να τη φτάσουν.

μιμούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Voyons si tu peux égaler le résultat de ton frère au test.

καταφέρνω, πετυχαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'espion a réussi sa mission ni vu ni connu.

ιδιοκτησία

(terre, immeuble)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sortez de ma propriété tout de suite.
Φύγε από την ιδιοκτησία μου τώρα.

ευτυχία

nom masculin invariable

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je m'inquiète de ton bien-être et je n'aime pas te voir malheureux.
Ανησυχώ για την ευτυχία σου και δεν μου αρέσει να σε βλέπω δυστυχισμένη.

άπαιχτος

(αργκό: τέλειος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Το πάρτυ χτες βράδυ ήταν άπαιχτο!

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bien στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του bien

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.