Τι σημαίνει το borracho στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης borracho στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του borracho στο ισπανικά.

Η λέξη borracho στο ισπανικά σημαίνει μεθυσμένος, πότης, μέθυσος, κόκκαλο, σε κατάσταση μέθης, ντίρλα, τύφλα, τύφλα, ντίρλα, μεθυσμένος, μεθυσμένος, μέθυσος, μεθύστακας, μπεκρής, πότης, κομμάτια, στουπί, λιώμα, κουρούμπελο, μεθυσμένος, λιώμα, κόκαλο, ντίρλα, τύφλα, τύφλα, ντίρλα, μεθυσμένος, πιωμένος, πότης, αλκοολικός, αλκοολικός, μπεκρής, πότης, πότρια, λιώμα, στουπί,φέσι, μεθύστακας, μπεκρής, μπεκρού, μεθυσμένος, φαταούλας, φαγάνας, μπαρόβιος, ντίρλα, πίτα, τύφλα, ντίρλα, σκνίπα, που έχει ευθυμήσει, που έχει έρθει στο κέφι, μεθυσμένος, μέθυσος, φιλοπότης, φιλοπότις, πότης, αλκοολικός, τύφλα, στο πιοτό, τράιφλ, μεθυσμένος, λιώμα, στουπί, μεθυσμένος, τύφλα, ντίρλα, μεθυσμένος από την εξουσία, τύρλα στο μεθύσι, σκνίπα στο μεθύσι, λιώμα στο μεθύσι, με την καμία, οδηγώ υπό την επήρεια αλκοόλ, μεγάλος πότης, πίνω κάτι παραπάνω, μεθυσμένα, μεθυσμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης borracho

μεθυσμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
¿No te diste cuenta que estaba borracha anoche?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Γύρισε κατά τα ξημερώματα πιωμένος.

πότης, μέθυσος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El borracho iba a los bares todas las noches.
Ο πότης (or: μέθυσος) πήγαινε σε μπαρ κάθε βράδυ.

κόκκαλο

(αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Estaba tan borracho anoche que no recuerdo cómo llegué a casa.
Ήμουν τόσο κόκκαλο χτες το βράδυ που δεν θυμάμαι πως έφτασα σπίτι.

σε κατάσταση μέθης

adjetivo (coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ντίρλα, τύφλα

(καθομιλουμένη)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τύφλα, ντίρλα

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

μεθυσμένος

(άτομο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Unos marineros borrachos estaban alrededor de la cantante y le gritaban piropos y obscenidades.

μεθυσμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μέθυσος, μεθύστακας, μπεκρής, πότης

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un borracho salió del bar y empezó a gritar.

κομμάτια

(αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Jake estaba completamente borracho en la fiesta.

στουπί, λιώμα, κουρούμπελο

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Tina está borracha, ha bebido demasiado.

μεθυσμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Se veía que Alfie estaba borracho porque arrastraba las palabras.

λιώμα, κόκαλο

(αργκό, μτφ)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
No lo tomes en serio a Josh, está totalmente borracho.

ντίρλα, τύφλα

adjetivo (αργκό)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τύφλα, ντίρλα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

μεθυσμένος, πιωμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πότης

(informal) (αλκοολικός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Anastasia dejó a su esposo porque era un borracho.

αλκοολικός

nombre masculino, nombre femenino

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αλκοολικός

nombre masculino, nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπεκρής

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Richard era un borracho y le arruinó la fiesta a todos los demás.
Ο Ρίτσαρντ ήταν μπεκρής και χάλασε εντελώς το πάρτυ για όλους τους υπόλοιπους.

πότης, πότρια

(μεγάλος)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

λιώμα, στουπί,φέσι

(άτομο: μεθυσμένος)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

μεθύστακας

nombre masculino, nombre femenino (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπεκρής, μπεκρού

nombre masculino, nombre femenino (καθομιλουμένη)

Ana es una borracha, se queda en el bar todas las noches hasta que cierra.

μεθυσμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Una persona responsable debería irse del bar cuando está ebria.

φαταούλας, φαγάνας

(comida) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A nadie le gusta compartir su botana con un tragón.

μπαρόβιος

(de bares y cantinas) (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

ντίρλα, πίτα

(jerga) (αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τύφλα, ντίρλα, σκνίπα

(MX, coloquial) (μεθυσμένος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που έχει ευθυμήσει, που έχει έρθει στο κέφι

(μτφ, καθομ: ευφημισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hanna se puso un poco alegre anoche en el bar.
Η Χάννα έκανε λίγο κεφάλι στο μπαρ χτες το βράδυ.

μεθυσμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μέθυσος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φιλοπότης, φιλοπότις

(λόγιο: ουδέτερη σημασία)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

πότης, αλκοολικός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Era un bebedor antes de unirse a Alcohólicos Anónimos.

τύφλα

(estar muy borracho) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

στο πιοτό

(ανεπίσημο: το ρίχνω)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Martin ha vuelto a estar bebido.

τράιφλ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Este bizcocho borracho con frutas y crema es tan pesado que no podría comerme otro trozo.
Το τράιφλ ήταν τόσο πλούσιο στη γεύση που δεν μπορούσα να φάω και άλλη μερίδα.

μεθυσμένος

(coloquial)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
¡No puedes conducir! Estas mamado.

λιώμα, στουπί

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

μεθυσμένος

locución adjetiva (ενέργεια)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sentí su desagradable aliento de borracho en mi cara.

τύφλα, ντίρλα

locución adjetiva (coloquial, figurado) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Después de unas cuantas cervezas, ya estaba borracha como una cuba, no creo que se acuerde que fui yo el que la subió a un taxi para que la llevara a su casa.

μεθυσμένος από την εξουσία

locución adjetiva (μεταφορικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

τύρλα στο μεθύσι, σκνίπα στο μεθύσι, λιώμα στο μεθύσι

(AR, coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με την καμία

(coloquial) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οδηγώ υπό την επήρεια αλκοόλ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rich fue arrestado por conducir bajo los efectos del alcohol.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τον συνέλαβαν γιατί οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ.

μεγάλος πότης

πίνω κάτι παραπάνω

expresión (αλκοόλ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El barman se quedó con las llaves de su coche porque ella estaba borracha como una cuba.

μεθυσμένα

locución adverbial (μόνο άνθρωπος)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El barco se desvió como borracho a estribor.

μεθυσμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του borracho στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.