Τι σημαίνει το bruising στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bruising στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bruising στο Αγγλικά.

Η λέξη bruising στο Αγγλικά σημαίνει μώλωπας, μωλωπισμός, σκληρός, άπονος, τραυματικός, επώδυνος, μελανιά, μελανιάζω, μελανιάζω, μελανιάζω, ζουλιέμαι, χτυπάω, χτυπώ, πληγώνω, ζουλάω, ζουλώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bruising

μώλωπας, μωλωπισμός

noun (contusions, bruises) (ιατρική, επίσημο: εκχύμωση με οίδημα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Bruising is common in minor traffic accidents.
Οι μώλωπες είναι σύνηθες φαινόμενο στα μικρά τροχαία.

σκληρός, άπονος

adjective (speech, action: hurtful) (λόγος, ενέργεια: μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His bruising comments were widely reported in the media.
Τα σκληρά του λόγια αναπαράχθηκαν ευρέως στα μέσα ενημέρωσης.

τραυματικός, επώδυνος

adjective (experience: brutal) (για εμπειρία εμπειρία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Finishing the job in this heat was a bruising ordeal.
Η ολοκλήρωση της δουλειάς μέσα σε αυτή τη ζέστη ήταν μια τραυματική δοκιμασία.

μελανιά

noun (mark on body)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
James had a big bruise on his knee from running into the coffee table.
Ο Τζέιμς είχε μια μεγάλη μελανιά στο γόνατό του καθώς χτύπησε στο τραπεζάκι.

μελανιάζω

transitive verb (person, body: leave a bruise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I bruised my knee when I walked into the fire hydrant.
Μελάνιασα το γόνατό μου όταν σκόνταψα πάνω στον πυροσβεστήρα.

μελανιάζω

intransitive verb (leave a bruise)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ouch! I banged my knee. That's really going to bruise.
Ωχ! Χτύπησα το γόνατό μου. Πραγματικά θα μελανιάσει.

μελανιάζω

intransitive verb (person: be bruised)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't pull my arm like that; I bruise easily.
Μην μου τραβάς το χέρι έτσι. Μελανιάζω εύκολα.

ζουλιέμαι

intransitive verb (fruit: be damaged)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The apple bruised after it fell off my desk.

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (crush or press food)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bruise the herbs before adding them to the mixture.

πληγώνω

transitive verb (figurative (injure: [sb]'s feelings) (μτφ: αισθήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily bruised Jessica's pride when she won the chess game.

ζουλάω, ζουλώ

transitive verb (fruit: damage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You'll bruise the peaches if you handle them that roughly.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bruising στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.