Τι σημαίνει το bruised στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bruised στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bruised στο Αγγλικά.

Η λέξη bruised στο Αγγλικά σημαίνει μωλωπισμένος, μαυρισμένος, πληγωμένος, μελανιά, μελανιάζω, μελανιάζω, μελανιάζω, ζουλιέμαι, χτυπάω, χτυπώ, πληγώνω, ζουλάω, ζουλώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bruised

μωλωπισμένος

adjective (person, body part: having contusions)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Bill's bruised cheek is a dead giveaway that he got into a fight again.

μαυρισμένος

adjective (fruit: discoloured) (φρούτο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
There were some bruised pears that the vendor was giving away.

πληγωμένος

adjective (figurative (feelings: hurt) (μεταφορικά: αισθήματα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Her ego's a little bruised since the audience in Woking booed her.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο πληγωμένος μου εγωισμός στάθηκε η αιτία για την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά μου.

μελανιά

noun (mark on body)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
James had a big bruise on his knee from running into the coffee table.
Ο Τζέιμς είχε μια μεγάλη μελανιά στο γόνατό του καθώς χτύπησε στο τραπεζάκι.

μελανιάζω

transitive verb (person, body: leave a bruise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I bruised my knee when I walked into the fire hydrant.
Μελάνιασα το γόνατό μου όταν σκόνταψα πάνω στον πυροσβεστήρα.

μελανιάζω

intransitive verb (leave a bruise)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ouch! I banged my knee. That's really going to bruise.
Ωχ! Χτύπησα το γόνατό μου. Πραγματικά θα μελανιάσει.

μελανιάζω

intransitive verb (person: be bruised)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't pull my arm like that; I bruise easily.
Μην μου τραβάς το χέρι έτσι. Μελανιάζω εύκολα.

ζουλιέμαι

intransitive verb (fruit: be damaged)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The apple bruised after it fell off my desk.

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (crush or press food)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bruise the herbs before adding them to the mixture.

πληγώνω

transitive verb (figurative (injure: [sb]'s feelings) (μτφ: αισθήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily bruised Jessica's pride when she won the chess game.

ζουλάω, ζουλώ

transitive verb (fruit: damage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You'll bruise the peaches if you handle them that roughly.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bruised στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.