Τι σημαίνει το brushed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης brushed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του brushed στο Αγγλικά.

Η λέξη brushed στο Αγγλικά σημαίνει ξυσμένος, πινέλο, πινέλο, βούρτσα, βούρτσα, βουρτσίζω, απλώνω, σκουπίζω, ακουμπώ, βουρτσίζω, πλένω, σκούπα, έρχομαι πολύ κοντά, θάμνοι, θάμνοι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης brushed

ξυσμένος

adjective (fabric: made soft with a brush)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Josephine is wearing an elegant scarf of brushed silk.

πινέλο

noun (decorator's paintbrush)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The painter used a wide brush to paint the house.
Ο μπογιατζής χρησιμοποίησε ένα φαρδύ πινέλο για να βάψει το σπίτι.

πινέλο

noun (artist's paintbrush)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The artist used a small brush to paint the fine lines.
Ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε ένα μικρό πινέλο για να ζωγραφίσει τις λεπτές γραμμές.

βούρτσα

noun (bristled implement for hair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The girl fixes her hair with her favourite brush.
Η κοπέλα χτενίζει τα μαλλιά της με την αγαπημένη της βούρτσα.

βούρτσα

noun (bristled cleaning tool)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She used a brush to clean off the dust.
Χρησιμοποίησε μια βούρτσα για να απομακρύνει τη σκόνη.

βουρτσίζω

transitive verb (clean, scrub)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She brushed the carpet with a stiff-bristled brush. Selina brushed her long hair until it was shiny.
Έτριψε το χαλί με μια σκληρή βούρτσα.

απλώνω

(paint, etc.: apply)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The carpenter brushed more paint onto the table.
Ο ξυλουργός άπλωσε περισσότερη μπογιά στο τραπέζι.

σκουπίζω

(remove, wipe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He brushed the crumbs off his shirt front.
Σκούπισε τα ψίχουλα από το μπροστινό μέρος του πουκαμίσου του.

ακουμπώ

transitive verb (touch lightly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She gently brushed my arm with the back of her hand.
Ακούμπησε μαλακά το μπράτσο μου με την ανάστροφη της παλάμης της.

βουρτσίζω, πλένω

transitive verb (teeth: clean) (δόντια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He brushed his teeth before going to bed.
Βούρτσισε (or: Έπλυνε) τα δόντια του πριν ξαπλώσει.

σκούπα

noun (music: percussion) (κρουστά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many jazz drummers prefer to use the brush for a softer sound.

έρχομαι πολύ κοντά

noun (brief encounter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lily drove much more cautiously after her brush with death.
Η Λίλη οδηγεί πολύ πιο προσεκτικά από όταν ήρθε πολύ κοντά στον θάνατο.

θάμνοι

noun (scrubland) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Rabbits live in the brush.

θάμνοι

noun (cluster of low plants)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The landscape was barren except for a couple of patches of brush here and there.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του brushed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του brushed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.