Τι σημαίνει το brush στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης brush στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του brush στο Αγγλικά.

Η λέξη brush στο Αγγλικά σημαίνει πινέλο, πινέλο, βούρτσα, βούρτσα, βουρτσίζω, απλώνω, σκουπίζω, ακουμπώ, βουρτσίζω, πλένω, σκούπα, έρχομαι πολύ κοντά, θάμνοι, θάμνοι, αγγίζω ελαφρά, αγνοώ, κάνω στην άκρη, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, στέλνω, αψηφώ, απαξιώ, περνάω ξυστά, ξεσκονίζω, φρεσκάρω, ξεσκονίζω, φρεσκάρω, ξεσκονίζω, φρεσκάρω, σκουπίζω κτ με το χέρι, κάνω κτ πίσω, σπρώχνω κτ πίσω, φωτιά, πυρκαγιά, σκουπίζω, πέρασμα της βούρτσας, πινελιά, βελτιώνω, επανάληψη, μικροδιόρθωση, επαναληπτικός, αγγίζω, ακουμπάω, φουγγάρι, τούβλο, βουρτσάκι νυχιών, βούρτσα βαψίματος, πινέλο, βούρτσα, πινέλο ξυρίσματος, βάζω κπ στο ίδιο καζάνι, βουρτσάκι τουαλέτας, συρματόβουρτσα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης brush

πινέλο

noun (decorator's paintbrush)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The painter used a wide brush to paint the house.
Ο μπογιατζής χρησιμοποίησε ένα φαρδύ πινέλο για να βάψει το σπίτι.

πινέλο

noun (artist's paintbrush)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The artist used a small brush to paint the fine lines.
Ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε ένα μικρό πινέλο για να ζωγραφίσει τις λεπτές γραμμές.

βούρτσα

noun (bristled implement for hair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The girl fixes her hair with her favourite brush.
Η κοπέλα χτενίζει τα μαλλιά της με την αγαπημένη της βούρτσα.

βούρτσα

noun (bristled cleaning tool)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She used a brush to clean off the dust.
Χρησιμοποίησε μια βούρτσα για να απομακρύνει τη σκόνη.

βουρτσίζω

transitive verb (clean, scrub)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She brushed the carpet with a stiff-bristled brush. Selina brushed her long hair until it was shiny.
Έτριψε το χαλί με μια σκληρή βούρτσα.

απλώνω

(paint, etc.: apply)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The carpenter brushed more paint onto the table.
Ο ξυλουργός άπλωσε περισσότερη μπογιά στο τραπέζι.

σκουπίζω

(remove, wipe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He brushed the crumbs off his shirt front.
Σκούπισε τα ψίχουλα από το μπροστινό μέρος του πουκαμίσου του.

ακουμπώ

transitive verb (touch lightly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She gently brushed my arm with the back of her hand.
Ακούμπησε μαλακά το μπράτσο μου με την ανάστροφη της παλάμης της.

βουρτσίζω, πλένω

transitive verb (teeth: clean) (δόντια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He brushed his teeth before going to bed.
Βούρτσισε (or: Έπλυνε) τα δόντια του πριν ξαπλώσει.

σκούπα

noun (music: percussion) (κρουστά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many jazz drummers prefer to use the brush for a softer sound.

έρχομαι πολύ κοντά

noun (brief encounter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lily drove much more cautiously after her brush with death.
Η Λίλη οδηγεί πολύ πιο προσεκτικά από όταν ήρθε πολύ κοντά στον θάνατο.

θάμνοι

noun (scrubland) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Rabbits live in the brush.

θάμνοι

noun (cluster of low plants)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The landscape was barren except for a couple of patches of brush here and there.

αγγίζω ελαφρά

phrasal verb, transitive, inseparable (touch lightly in passing)

αγνοώ

phrasal verb, transitive, separable (figurative (dismiss, not consider) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Prime Minister brushed aside any suggestion that the government had failed to deal with the problem.

κάνω στην άκρη

phrasal verb, transitive, separable (sweep to one side)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

phrasal verb, transitive, separable (baseball)

στέλνω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (dismiss: [sb]) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αψηφώ, απαξιώ

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (disregard: [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was really upset; I had put a lot of work into that project, and my boss just brushed it off.
Ήμουν πραγματικά αναστατωμένος. Έριξα πολλή δουλειά σε εκείνο το έργο και το αφεντικό μου μόλις την απαξίωσε.

περνάω ξυστά

phrasal verb, transitive, inseparable (skim in passing)

ξεσκονίζω, φρεσκάρω

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (revise, refresh knowledge) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My spoken French is quite good, but I would like to brush up a bit.
Τα γαλλικά μου είναι αρκετά καλά όταν πάω να μιλήσω. Ωστόσο, θα ήθελα να τα φρεσκάρω λίγο.

ξεσκονίζω, φρεσκάρω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (refresh knowledge, skill) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gary wants to brush up his Spanish before going to Madrid.
Ο Γκάρι θέλει να φρεσκάρει τα ισπανικά του πριν πάει στη Μαδρίτη.

ξεσκονίζω, φρεσκάρω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (refresh knowledge of [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Janice joined the course to brush up on her maths skills.

σκουπίζω κτ με το χέρι

(remove)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
James brushed away his tears and began to smile.
Ο Τζέιμς σκούπισε με το χέρι τα δάκρυά του και χαμογέλασε.

κάνω κτ πίσω, σπρώχνω κτ πίσω

(hair: comb back)

Rachel brushed back her hair.

φωτιά, πυρκαγιά

noun (blaze: destroys vegetation) (σε θαμνότοπο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκουπίζω

(clean)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brush off the bench before you sit down.
Πριν καθίσεις σκούπισε το παγκάκι.

πέρασμα της βούρτσας

noun (movement of a brush)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πινελιά

noun (mark made by a paintbrush)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I prefer painting walls with a roller because otherwise you can see all my brush strokes.

βελτιώνω

transitive verb (improve [sth]'s appearance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Shaun took advantage of the time he spent unemployed by brushing up his CV.

επανάληψη

noun (refreshing or renewing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I think my Italian is in need of a brush-up before we go to Florence.

μικροδιόρθωση

noun (US (minor repair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The curator gave the collection a final brushup before putting it on display.

επαναληπτικός

noun as adjective (relating to rehearsals)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The cast gathered for a brushup rehearsal before the evening show.

αγγίζω, ακουμπάω

verbal expression (touch) (στο πέρασμά μου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I brushed up against him just as he was leaving.

φουγγάρι

noun (UK (eraser for blackboard) (σβήσιμο πίνακα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τούβλο

adjective (UK, regional, informal (person: silly, unintelligent) (μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Take no notice of him, he's daft as a brush.

βουρτσάκι νυχιών

noun (small brush for cleaning finger- and toe-nails)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I used a nail brush to scrub the dirt from under my nails after working in the garden.

βούρτσα βαψίματος

noun (tool for applying pigment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm not into painting much but I do have a good collection of paint brushes.

πινέλο

(cookery)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βούρτσα

noun (stiff-bristled brush) (για τρίψιμο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The only way to get the stain off the carpet is with a scrubbing brush and plenty of detergent.

πινέλο ξυρίσματος

noun (men's short, soft brush for shaving)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He got a new shaving brush and razor for Christmas.

βάζω κπ στο ίδιο καζάνι

verbal expression (attribute same faults to) (με κπ: μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I know he's an awful person, but don't tar me with the same brush just because he's my brother!

βουρτσάκι τουαλέτας

noun (long-handled brush for cleaning toilets)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She picked up the toilet brush to scrub the commode.

συρματόβουρτσα

noun (tool with steel bristles)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Use a wire brush to remove any corrosion.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του brush στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του brush

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.