Τι σημαίνει το budding στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης budding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του budding στο Αγγλικά.

Η λέξη budding στο Αγγλικά σημαίνει εκκολαπτόμενος, μπουμπουκιασμένος, μπουμπούκι, ανθίζω, γεννιέμαι, φυτρώνω, μπουμπούκι, φίλε, φιλαράκι, φίλος, φίλη, γκάντζα, ανθός, κεντρώνω με μάτι, μπολιάζω με μάτι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης budding

εκκολαπτόμενος

adjective (figurative (person: developing) (άνθρωπος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Their eldest son Mark's a budding writer.
Ο μεγαλύτερος γιος τους, ο Μαρκ, είναι εκκολαπτόμενος συγγραφέας.

μπουμπουκιασμένος

adjective (plant: producing buds) (φυτά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Budding plants should be kept indoors in cool weather.
Τα μπουμπουκιασμένα φυτά πρέπει να κρατούνται σε εσωτερικό χώρο όταν έχει πολύ κρύο.

μπουμπούκι

noun (unopened flower)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Spring is late this year; the trees still have only buds, not blossoms yet.
Η άνοιξη άργησε αυτήν τη χρονιά. Τα δέντρα έχουν μόνο μπουμπούκια, δεν έχουν άνθη ακόμη.

ανθίζω

intransitive verb (flower)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The daffodils usually bud in February.
Ο ασφόδελος ανθίζει συνήθως το Φεβρουάριο.

γεννιέμαι, φυτρώνω

intransitive verb (figurative (start to develop) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
An idea began to bud in Lacey's mind.
Η ιδέα άρχισε να γεννιέται στο μυαλό της Λέισι.

μπουμπούκι

noun (partially opened flower)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The roses are still buds; they should be in full bloom tomorrow and will make a nice bouquet.
Τα τριαντάφυλλα είναι ακόμη μπουμπούκια. Θα ανθίσουν κανονικά αύριο και θα σχηματίσουν ένα όμορφο μπουκέτο.

φίλε, φιλαράκι

interjection (informal (term of address: friend) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Hey, bud, how have you been?

φίλος, φίλη

noun (informal (buddy: friend)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Oh, that's Sam--he's my bud.

γκάντζα

noun (US, slang (marijuana) (αργκό, μόνο ενικός)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Apparently, the cops found two bags of bud in David's car.

ανθός

noun (figurative ([sth] developing) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The bud of the young man's hopes and ambitions had yet to come to full flower.

κεντρώνω με μάτι, μπολιάζω με μάτι

transitive verb (plant: graft)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It is possible to bud roses onto a sturdier stalk to create a stronger plant.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του budding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.