Τι σημαίνει το growing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης growing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του growing στο Αγγλικά.

Η λέξη growing στο Αγγλικά σημαίνει στην ανάπτυξη, αναπτυσσόμενος, αυξανόμενος, αναπτυσσόμενος, γίνομαι πιο, αναπτύσσομαι, αυξάνομαι, ευδοκιμώ, ευημερώ, αναπτύσσομαι, καλλιεργώ, αφήνω, καταλήγω να κάνω κτ, ωριμάζω, -, φυτρώνω σε κτ, αναπτύσσω, συνεχώς αυξανόμενος, που μεγαλώνει γρήγορα, ραγδαία αυξανόμενος, ταχύτερα αναπτυσσόμενος, αγόρι στην ανάπτυξη, πηγή αυξανόμενης ανησυχίας, το να μεγαλώνω, πόνοι ανάπτυξης, δυσκολίες της εφηβείας, δυσκολίες που σχετίζονται με την ανάπτυξη νέας επιχείρησης, περίοδος βλάστησης, χαμηλός, κοντός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης growing

στην ανάπτυξη

adjective (child: developing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He's a growing boy! He needs a good breakfast!

αναπτυσσόμενος

adjective (plant: developing)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Roots supply nourishment to the growing plant.
Οι ρίζες παρέχουν θρεπτικά στοιχεία στο αναπτυσσόμενο φυτό.

αυξανόμενος

adjective (increasing)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The state needs to pay off its growing deficit.
Το κράτος πρέπει να αποπληρώσει το αυξανόμενο χρέος του.

αναπτυσσόμενος

adjective (economy: developing)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
China is a growing economy.
Η Κίνα είναι μια αναπτυσσόμενη οικονομία.

γίνομαι πιο

intransitive verb (increase in size)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
At puberty, she will grow taller.
Στην εφηβεία θα γίνει πιο ψηλή.

αναπτύσσομαι

intransitive verb (expand)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Our company has grown rapidly this year.
Η επιχείρηση μας έχει μεγαλώσει πολύ φέτος.

αυξάνομαι

intransitive verb (increase)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The population will grow rapidly.
Ο πληθυσμός θα αυξηθεί ραγδαία.

ευδοκιμώ, ευημερώ

intransitive verb (thrive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Not many trees can grow in the desert.
Δεν ευδοκιμούν πολλά δέντρα στην έρημο.

αναπτύσσομαι

(develop, arise) (από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The business grew from a small family firm to a multimillion pound business.
Η επιχείρηση εξελίχθηκε από μια μικρή οικογενειακή εταιρεία σε μια επιχείρηση δισεκατομμυρίων.

καλλιεργώ

transitive verb (cultivate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They grow a lot of wheat in this region.
Καλλιεργούν πολύ σιτάρι σε αυτή την περιοχή.

αφήνω

transitive verb (facial hair) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He's growing a beard.
Αφήνει μούσι.

καταλήγω να κάνω κτ

(feel after time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He grew to appreciate her presence.
Με τον καιρό, εκτίμησε την παρουσία της.

ωριμάζω

intransitive verb (mature)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I hope this experience will help him to grow.
Ελπίζω αυτή η εμπειρία να τον βοηθήσει να ωριμάσει.

-

intransitive verb (+ adj: become) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We soon grew tired of her temper tantrums.
Σύντομα βαρεθήκαμε τα πείσματά της.

φυτρώνω σε κτ

(plant: growth habit)

According to folklore, moss grows on the north side of trees.
Σύμφωνα με την παράδοση, τα βρύα φυτρώνουν στη βόρεια πλευρά των δέντρων.

αναπτύσσω

transitive verb (business: develop)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Social networking can help you to grow your business.

συνεχώς αυξανόμενος

adjective (increasing, expanding)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που μεγαλώνει γρήγορα

adjective (rapidly getting physically bigger)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ραγδαία αυξανόμενος

adjective (rapidly increasing)

ταχύτερα αναπτυσσόμενος

adjective (increasing most rapidly)

Tourism is the fastest-growing sector of the Chinese economy.

αγόρι στην ανάπτυξη

noun (male child)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It is especially important for growing boys like you to eat a healthy diet.

πηγή αυξανόμενης ανησυχίας

noun (cause of worry)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The safety of the environment is a growing concern these days.

το να μεγαλώνω

noun (process of aging)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Growing old is an unavoidable part of life.

πόνοι ανάπτυξης

plural noun (child: aching limbs)

About 20 per cent of young school children suffer growing pains.

δυσκολίες της εφηβείας

plural noun (figurative (adolescent: difficulties)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He's just jumping into adolescence and he's trying to deal with the growing pains.

δυσκολίες που σχετίζονται με την ανάπτυξη νέας επιχείρησης

plural noun (figurative (new business: difficulties)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The first year of operation has been full of adjusting to the growing pains of the business.

περίοδος βλάστησης

noun (part of year when plants grow)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Climate change is affecting the length of the growing season.

χαμηλός, κοντός

adjective (plant: not tall)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I need to put low-growing plants along this wall so I can open the windows above them.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του growing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του growing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.