Τι σημαίνει το buffer στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης buffer στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του buffer στο Αγγλικά.

Η λέξη buffer στο Αγγλικά σημαίνει αποσβεστήρας, τροχός γυαλίσματος, πανί, ύφασμα, buffer, ανακόπτω, αποθηκεύω προσωρινά, κάνω buffering, διαιτητής, μαξιλάρι ασφαλείας, μαξιλαράκι ασφαλείας, λουστραδόρος, ρυθμίζω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ουδέτερο κράτος, ουδέτερη ζώνη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης buffer

αποσβεστήρας

noun ([sth] that absorbs impact)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Green spaces near busy roads act as a buffer to air pollution.

τροχός γυαλίσματος

noun (polishing device)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The jeweler uses a buffer to polish precious stones.
Ο χρυσοχόος χρησιμοποιεί τροχό γυαλίσματος για να γυαλίσει τους πολύτιμους λίθους.

πανί, ύφασμα

noun (cloth used for polishing) (για γυάλισμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I use a chamois buffer to polish my nails.
Χρησιμοποιώ ένα πανί σαμουά για να γυαλίσω τα νύχια μου.

buffer

noun (cache that stores streaming data)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
When the buffer is full, the stream is paused.

ανακόπτω

transitive verb (figurative (cushion from an impact) (πτώση, δύναμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The fresh snow buffered the impact when Tina fell down.
Το φρέσκο χιόνι ανέκοψε την ισχύ της πρόσκρουσης όταν η Τίνα έπεσε κάτω.

αποθηκεύω προσωρινά

transitive verb (store, cache: streaming data)

Data is buffered in the computer's RAM.
Τα δεδομένα αποθηκεύονται προσωρινά στη μνήμη RAM του υπολογιστή.

κάνω buffering

intransitive verb (store data while streaming)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm trying to watch a video but the computer keeps buffering.
Προσπαθώ να δω ένα βίντεο αλλά ο υπολογιστής συνεχώς φορτώνει.

διαιτητής

noun (figurative (mediator between groups) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Judy and Nigel acted as buffers during the rocky period in Alan and Deana's marriage.

μαξιλάρι ασφαλείας, μαξιλαράκι ασφαλείας

noun (figurative (financial reserve)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Anthony always keeps at least a thousand dollars in his bank account as a buffer.

λουστραδόρος

noun (person who buffs)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Rob is a serious buffer; his shoes always shine like mirrors.

ρυθμίζω

transitive verb (add chemical buffer to [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Buffer the solution with sodium bicarbonate to increase the pH level.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (amplifying device)

ουδέτερο κράτος

(country)

ουδέτερη ζώνη

noun (neutral zone between enemies)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You need an access permit if you want to enter the buffer zone.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του buffer στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.