Τι σημαίνει το build στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης build στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του build στο Αγγλικά.

Η λέξη build στο Αγγλικά σημαίνει χτίζω, κάνω, χτίζω, κτίζω, χτίζω, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, σωματική διάπλαση, στυλ, έκδοση, αναπτύσσω, εξελίσσω, φτιάχνω, κατασκευάζω, δημιουργώ, βασίζω, ενσωματώνω, χτίζω πάνω σε κτ, χτίζω, χτίζω κάτι, αποκτώ, αυξάνομαι, εξελίσσομαι σε κτ, χτίζω πάνω σε, χτίζω κτ σε κτ, χτίζω κτ πάνω σε κτ, κανονικός, φτιάχνω χαρακτήρα, αποκτώ αυτοπεποίθηση, φτιάχνω κτ χτιστό, αποκτώ ορμή, χτίζω, κτίζω, αύξηση, πορεία, εξέλιξη, συσσώρευση, λεπτό σκαρί, αδύνατο σκαρί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης build

χτίζω

transitive verb (construct) (κτίριο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The construction company built the house in two months.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όνειρό του είναι να κατασκευάσει (or: φτιάξει) το ψηλότερο κτίριο του κόσμου.

κάνω

transitive verb (establish and develop: a career) (καθομιλουμένη: καριέρα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He has built an international career for himself in business management.

χτίζω, κτίζω

transitive verb (cause to be built)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Donald will build a house on the coast. The builders will start in March.

χτίζω

intransitive verb (construct)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jerry has always liked to build.

αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι

intransitive verb (develop) (σταδιακά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The intensity of the music is starting to build.

σωματική διάπλαση

noun (body shape)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
That supermodel has a nice build.

στυλ

noun (style)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I really like the build of that house - is it neo-Gothic?

έκδοση

noun (computing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Download the latest build of the program to see if the bugs have been fixed.

αναπτύσσω, εξελίσσω

transitive verb (develop)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We're hoping to build this town into a nice place to live.

φτιάχνω, κατασκευάζω, δημιουργώ

transitive verb (computing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Build a copy of the application for that customer, please.

βασίζω

phrasal verb, transitive, separable (base on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενσωματώνω

phrasal verb, transitive, separable (incorporate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτίζω πάνω σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (develop further) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The beginners' course will give you a good base which you can build on.
Το πρόγραμμα αρχαρίων θα σου δώσει μια καλή βάση, πάνω στην οποία μπορείς να χτίσεις.

χτίζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (business, etc.: develop) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Johnson gradually built up his business empire.
Ο Τζόνσον έχτισε σταδιακά την αυτοκρατορία των επιχειρήσεών του.

χτίζω κάτι

phrasal verb, transitive, separable (muscles, physique: develop) (φυσική κατάσταση, μυς, αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jason does weight training to build up his arm muscles.

αποκτώ

phrasal verb, transitive, separable (figurative (confidence: strengthen)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The victory will help the team to build up its confidence.
Η νίκη θα βοηθήσει την ομάδα να αποκτήσει αυτοπεποίθηση.

αυξάνομαι

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (feeling: mount)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Excitement was building up as the runners lined up for the race.

εξελίσσομαι σε κτ

(figurative (work gradually towards [sth])

The race was building up to an exciting finish.
Η κούρσα οδηγούνταν σταδιακά προς ένα συναρπαστικό φινάλε.

χτίζω πάνω σε

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (develop further) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The new head coach said he would build upon the team's existing strengths.

χτίζω κτ σε κτ, χτίζω κτ πάνω σε κτ

phrasal verb, transitive, separable (base on)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They built the city upon firm foundations.

κανονικός

noun (normal height and weight) (σωματοδομή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He wasn't tall or small or fat or skinny, just average build.

φτιάχνω χαρακτήρα

(reinforce moral values)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκτώ αυτοπεποίθηση

(strengthen [sb]'s self-assurance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Maria practiced in front of small audiences to build confidence for her big performance.

φτιάχνω κτ χτιστό

(make part of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The carpenter built shelves into the wall.

αποκτώ ορμή

verbal expression (gather speed and strength)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As an object falls, it builds momentum until it reaches terminal velocity.

χτίζω, κτίζω

(construct)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They built up the wall using bricks made from local stone.
Έχτισαν τον τοίχο χρησιμοποιώντας πλίνθους από πέτρα της περιοχής.

αύξηση

noun (gradual increase)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lack of exercise leads to a gradual build-up of fat in the body.

πορεία, εξέλιξη

noun (figurative (gradual approach to an event) (μέχρι κάτι, ως κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'll be watching the build-up to the big game on the sports channel.

συσσώρευση

noun (accumulation) (βαθμιαία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You can use a razor blade to remove the buildup of soot.

λεπτό σκαρί, αδύνατο σκαρί

noun (slender physique)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του build στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του build

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.