Τι σημαίνει το c στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης c στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του c στο Γαλλικά.

Η λέξη c στο Γαλλικά σημαίνει Γ, C, c, ΕΚ, -, -, -, εκείνος ακριβώς, αυτός, εκείνος, αυτός, αυτός, αυτός, εκείνος, σήμερα, ένας, μισοτελειωμένος, καθαρά, ξεκάθαρα, δηλαδή, δηλαδή, με άλλα λόγια, με άλλα λόγια, είναι, αυτός είναι, 'ναι, έτσι ακριβώς, ευθύνη, υποχρέωση, διάλεξη, τουαλέτα, τουαλέτα, σύνολο εσόδων, είναι σίγουρο, είναι βέβαιο, υπόψιν, εκνευριστικά, επόμενος, βιασύνη, προσωποποίηση, επιτομή, εμείς, αλήθεια, αργά ή γρήγορα, αξιοπρόσεκτα, αξιοσημείωτα, έτσι έχουν τα πράγματα, δεν κάνει καμία διαφορά, είναι απαραίτητο, είναι ασύλληπτο, δεν το χωράει νους μου, τυχερός, κολεγιακός, περίπου, πάνω-κάτω ίδιος, περιλαμβανομένων όλων των φόρων, μ.Χ., ομολογουμένως, σίγουρα, οπωσδήποτε, δηλαδή, δηλαδή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης c

Γ

(notation scolaire)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Si je réussis à avoir un C in physique, je pourrai obtenir mon diplôme à temps.
Αν καταφέρω να πάρω C στη φυσική, θα μπορέσω να αποφοιτήσω στην ώρα μου.

C, c

nom masculin invariable (lettre de l'alphabet)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Est-ce que ton nom de famille commence par un C ou un K ?
Το επίθετό σου ξεκινά με «C» ή με «K»;

ΕΚ

nom féminin invariable (abréviation de : Communauté Européenne) (σντμ: Ευρωπαϊκή Κοινότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
C'est important de se souvenir de ses amis.
Είναι σημαντικό να θυμάσαι ποιοι είναι οι φίλοι σου.

-

(animal non déterminé) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Vue la taille des empreintes, ce doit être un adulte.
Κρίνοντας από το μέγεθος τον αποτυπωμάτων, πρέπει να είναι μεγάλο.

-

pronom (personne) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Qui est-ce ?
Ποιος είναι;

εκείνος ακριβώς

pronom (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'est à ce moment-là que j'ai réalisé mon erreur.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή συνειδητοποίησα το λάθος μου.

αυτός

(άντρας)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Il est riche.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτός είναι ένας καλός μου φίλος.

εκείνος

(αν είναι μακρυά)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Tu aimes ça ?
Δεν εννοούσα αυτό.

αυτός

(proche)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je parle de ceci, pas de cela.
Μιλάω γι'αυτό, όχι εκείνο.

αυτός

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Θα νόμιζες ότι θα ήταν θυμωμένος μετά από αυτό που του έκαναν, αλλά αυτό δεν ισχύει.

αυτός

(démonstratif)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je parle de ce stylo, pas celui-là là-bas sur le bureau.
Μιλάω γι'αυτό το στυλό, όχι εκείνο επάνω στο γραφείο.

εκείνος

adjectif (αν είναι μακρυά)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
C'est cette écharpe que je préfère.
Μου αρέσει εκείνο το φουλάρι καλύτερα.

σήμερα

adjectif (récent)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Qu'as-tu fait ce matin ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Φέτος το καλοκαίρι θα πάμε στην Κρήτη.

ένας

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ensuite, ce chien est arrivé et m'a sauté dessus.
Τότε, ένας σκύλος ήρθε και όρμηξε πάνω μου.

μισοτελειωμένος

(κάτι λείπει)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθαρά, ξεκάθαρα

(se rappeler)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je me rappelle parfaitement notre visite en Colombie Britannique en 1907.
Θυμάμαι καθαρά το ταξίδι μας στη Βρετανική Κολομβία το 1907.

δηλαδή

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Un seul pays, c'est-à-dire la Chine, a voté contre cette mesure.
Μόνο μια χώρα, η Κίνα δηλαδή, ψήφισε κατά του μέτρου.

δηλαδή

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je suis désolé. C'est-à-dire que je ne le referai plus.
Συγγνώμη. Με άλλα λόγια, δεν θα το ξανακάνω.

με άλλα λόγια

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με άλλα λόγια

locution conjonction

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είναι

(αυτό είναι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Attention, c'est chaud !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι σχεδόν ώρα να φύγουμε.

αυτός είναι

(για αρσενικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rick est toujours enjoué, c'est l'une des choses que j'aime chez lui.

'ναι

(σντμ του είναι, καθομ, λογοτεχνία)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είχε ζαλιστεί και έλεγε ό,τι να 'ναι.

έτσι ακριβώς

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευθύνη, υποχρέωση

(obligation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il est de ton devoir de t'occuper du chien.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η προστασία των παιδιών είναι καθήκον των γονέων.

διάλεξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le professeur a donné une conférence sur l'histoire de la Chine.
Ο καθηγητής έκανε μια διάλεξη για την ιστορία της Κίνας.

τουαλέτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les toilettes sont au bout du couloir, troisième porte à gauche.
Ο καμπινές είναι σ' εκείνο τον διάδρομο, τρίτη πόρτα αριστερά.

τουαλέτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σύνολο εσόδων

nom masculin (abrév)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

είναι σίγουρο, είναι βέβαιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ce garçon est si bagarreur qu'il finira forcément en prison.
Εκείνο το αγόρι είναι τόσο απερίσκεπτο. Είναι σίγουρο (or: είναι βέβαιο) ότι θα καταλήξει στη φυλακή. Το βάζο που ισορροπούσε στην άκρη του τραπεζιού έπεσε, πράγμα που ήταν βέβαιο ότι θα γίνει.

υπόψιν

(sur une enveloppe)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tu peux envoyer une lettre chez ma mère : elle me la fera parvenir.

εκνευριστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ma connexion Internet est désespérément lente aujourd'hui.

επόμενος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ποιος έχει σειρά;

βιασύνη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η σπουδή του υπουργού να επιλύσει το θέμα δημιούργησε πολλά ερωτηματικά.

προσωποποίηση, επιτομή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Carlos est la personnification de la bonté.

εμείς

pronom

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Nous ne ferions jamais cela nous-mêmes.
Εμείς δεν θα το κάναμε αυτό.

αλήθεια

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Tu es enceinte ? Vraiment (or: Réellement) ?
Είσαι έγκυος; Αλήθεια;

αργά ή γρήγορα

(καθομιλουμένη: κτ θα γίνει)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu avais laissé ton portefeuille sur la table alors, forcément, on te l'a volé.
Άφησες το πορτοφόλι σου στο τραπέζι· ήταν σίγουρο ότι κάποιος θα το έκλεβε.

αξιοπρόσεκτα, αξιοσημείωτα

(soutenu)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

έτσι έχουν τα πράγματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu peux penser que ce n'est pas juste de ne pas avoir eu le poste, mais c'est comme ça.

δεν κάνει καμία διαφορά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je peux soit aller à la fête, soit rester à la maison. Ça m'est égal.

είναι απαραίτητο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je pourrais acheter mes billets à l'avance mais je ne crois pas que ce soit nécessaire.

είναι ασύλληπτο, δεν το χωράει νους μου

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'est inconcevable qu'il rate ses examens après tout ce qu'il a investi en travail.

τυχερός

(κατάσταση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Είναι τυχερό που έχει και άλλους συγγενείς και τη βοηθούν.

κολεγιακός

(abréviation, familier) (στυλ, εμφάνιση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je ne porterai pas ce pull sans manches BCBG à la fête.

περίπου

Adriana a une amie, enfin, si on veut, qu'elle ne voit que quand ses autres amies sont occupées.
Η Αντριάνα έχει μια φίλη, ή περίπου φίλη, με την οποία βρίσκεται όταν οι άλλοι φίλοι της είναι απασχολημένοι.

πάνω-κάτω ίδιος

(chose)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

περιλαμβανομένων όλων των φόρων

adjectif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nos prix sont affichés toutes taxes comprises (TTC).

μ.Χ.

(abréviation écrite) (συντομογραφία)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'empereur romain Domitien a brièvement régné sur la Bretagne en 271 apr. J.-C.
Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Δομιτιανός κυβέρνησε την Βρετανία για μικρό διάστημα το 271 μ.Χ.

ομολογουμένως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il est vrai que je t'ai caché des choses.

σίγουρα, οπωσδήποτε

(populaire)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δηλαδή

δηλαδή

locution adverbiale

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του c στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του c

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.