Τι σημαίνει το calme στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης calme στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του calme στο Γαλλικά.

Η λέξη calme στο Γαλλικά σημαίνει ήσυχος, πεσμένος, ήρεμος, ακίνητος, ησυχία, ηρεμία, γαλήνη, ησυχία, ήρεμος, ατάραχος, αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτηση, ήπιος, ήσυχος, ησυχία, ήσυχος, γαλήνιος, ήρεμος, νηνεμία, ηρεμία, γαλήνη, γαλήνη, ηρεμία, ηρεμία, ψύχραιμος, γαλήνιος, ήρεμος, ταπεινωμένος, χαλαρός, στάση, καχεκτικός, γαλήνιος, ήρεμος, ήσυχος, ήσυχος, γαλήνιος, ήρεμος, ήσυχος, ήρεμος, ήσυχος, νέκρα, ήρεμος, ήσυχος, γαλήνιος, ηρεμία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, γαλήνιος, ήσυχος, γαλήνιος, ήρεμος, ήρεμος, ατάραχος, ήρεμος, ήσυχος, ήσυχος, χαμηλόφωνος, ήρεμος, νηφάλιος, ψύχραιμος, ήρεμος, ήσυχος, ήρεμος, ησυχία, ηρεμία, συγκροτημένος, ήσυχος, ήσυχος, καθαρός, ήρεμος, ψυχραιμία, αυτοκυριαρχία, ηρεμία, γαλήνη, ησυχία, ψυχραιμία, αδιάφορος, ξέγνοιαστος, ατάραχος, ηρεμία, ησυχία, ησυχάζω, ηρεμώ, γαληνεύω, ησυχάζω, καθησυχάζω, ταπεινώνω, αποδυναμώνω, εξασθενίζω, ηρεμώ, καλμάρω, μετριάζω, μειώνω, ελαττώνω, καταπραϋνω, κόβω, ηρεμώ, ησυχάζω, κόβω, ηρεμώ, εξομαλύνω, μαλακώνω, κατευνάζω, καταπραϋνω, καθησυχάζω, ηρεμώ, ξενέρωμα, κατευνάζω, ανακουφίζω, εξευμενίζω, κατευνάζω, ησυχάζω, καταπραΰνω, μετριάζω, κατευνάζω, ηρεμώ, συγκρατώ, ατάραχος, γαλήνιος, ψύχραιμος, κάνω χαλάρωμα, πεζός, βαρετός, ήρεμος, χαλαρός, τρομακτικά ήσυχος, συγκροτημένος, ψύχραιμος, Κάνε ησυχία!, Ησύχασε!, Ηρέμησε!, ηρέμησε, χαλάρωσε, χαλάρωσε, άραξε, Ηρέμησε!, γαλήνη πριν την καταιγίδα, νηνεμία,μπουνάτσα, εσωτερική ισορροπία, εύκολη πορεία στη θάλασσα, αποθεραπεία, μένω ήρεμος, μένω ψύχραιμος, δεν χάνω τον έλεγχο, μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης calme

ήσυχος

adjectif (endroit)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai cherché un endroit calme dans le parc.
Έψαχνα για ένα ήσυχο σημείο στο πάρκο.

πεσμένος

adjectif (activité) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les affaires étaient calmes depuis plusieurs mois.

ήρεμος, ακίνητος

(eau)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'eau du lac était calme.

ησυχία, ηρεμία, γαλήνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je cherche un peu de calme.

ησυχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Maman apprécie le calme d'une maison vide.

ήρεμος, ατάραχος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est resté calme (or: serein) malgré la pression qui pesait sur lui.
Ήταν ήρεμος παρά την πίεση που δεχόταν.

αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτηση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Garde ton calme (or: ton sang-froid) quand l'interrogatoire devient musclé.
Κράτησε τον αυτοέλεγχό σου όταν οι ερωτήσεις αρχίσουν να γίνονται πιο πιεστικές.

ήπιος

adjectif (vent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le vent est calme (or: doux).

ήσυχος

(personne) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sam est un homme réservé.
Ο Σαμ είναι ένας ήσυχος άνθρωπος.

ησυχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le silence dans la bibliothèque était détendant.

ήσυχος

(δεν έχει θόρυβο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les bibliothèques sont des endroits silencieux.
Οι βιβλιοθήκες είναι ήσυχες.

γαλήνιος, ήρεμος

adjectif (atmosphère,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'atmosphère du temple était paisible (or: sereine).

νηνεμία

(absence de vent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'était le calme plat et le voilier ne bougeait pas.

ηρεμία, γαλήνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous nous sommes détendus sur la véranda, savourant le calme de la soirée d'été.

γαλήνη, ηρεμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ηρεμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψύχραιμος

adjectif (personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Même en danger de mort, le capitaine du bateau restait calme.

γαλήνιος, ήρεμος

adjectif (νερό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous avons pris le bateau pour naviguer sur les eaux calmes du lac.
Βγάλαμε τη βάρκα στα ήρεμα νερά της λίμνης.

ταπεινωμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαλαρός

(activité, affaires)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les affaires sont calmes en ce moment ; nous n'avons pas beaucoup de travail à faire.
Η δουλειά είναι αρκετά χαλαρή αυτήν τη στιγμή. Δεν έχουμε πολλά να κάνουμε.

στάση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Maggie a prononcé son discours avec un calme impeccable.
Καθώς έβγαζε την ομιλία της, η στάση της Μάγκυ ήταν άψογη.

καχεκτικός

adjectif (ventes, activité) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les affaires sont calmes depuis quelques mois ; il nous faudra peut-être licencier certains membres du personnel.
Οι δουλειές είναι στα κάτω τους εδώ και μερικούς μήνες. Ίσως πρέπει να σκεφτούμε μήπως απολύσουμε κάποιους από το προσωπικό.

γαλήνιος, ήρεμος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le lac avait l'air très calme alors nous avons sorti le bateau.
Τα νερά της λίμνης ήταν γαλήνια, οπότε είπαμε να πάμε μια βόλτα με τη βάρκα.

ήσυχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'était une nuit très calme et on n'entendait pas un bruit.

ήσυχος, γαλήνιος

adjectif (sans vagues)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mer était calme ce jour-là, une vraie mer d'huile.

ήρεμος, ήσυχος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Irene réussit toujours à rester calme même sous la pression.

ήρεμος, ήσυχος

adjectif (eau)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous sommes allés faire du radeau sur les eaux calmes de la rivière Colorado.

νέκρα

adjectif (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
La bourse est calme aujourd'hui : elle n'a ni monté ni chuté depuis des heures.

ήρεμος, ήσυχος, γαλήνιος

adjectif (paisible) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ηρεμία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

nom masculin

γαλήνιος, ήσυχος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'eau qui coule doucement rend souvent un lieu calme.
Το τρεχούμενο νερό συχνά ενισχύει την ηρεμία σε ένα γαλήνιο (or: ήσυχο) μέρος.

γαλήνιος, ήρεμος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mon frère est resté calme au milieu de toute cette agitation.
Μέσα σε όλη την αναστάτωση, ο αδερφός μου παρέμεινε γαλήνιος (or: ήρεμος).

ήρεμος, ατάραχος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'océan était calme, parfait pour naviguer.

ήρεμος, ήσυχος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ήσυχος, χαμηλόφωνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ήρεμος, νηφάλιος, ψύχραιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ήρεμος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ήσυχος, ήρεμος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ησυχία, ηρεμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cindy ne se faisait jamais remarquer à l'école de par son calme.

συγκροτημένος

adjectif (personne)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Même en situation stressante, Cameron est toujours posé.
Ακόμη και σε αγχωτικές καταστάσεις, ο Κάμερον είναι συγκροτημένος.

ήσυχος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le bois était calme (or: tranquille), sans le moindre bruit aux alentours.
Το δάσος ήταν τελείως ήσυχο, δεν ακουγόταν όυτε ένα ήχος.

ήσυχος

adjectif (au repos)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les enfants étaient enfin couchés et calmes dans leur lit. Les dormeurs tranquilles ronflaient doucement.

καθαρός

adjectif (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je sors toujours de mon cours de yoga l'esprit apaisé (or: calme).

ήρεμος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψυχραιμία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοκυριαρχία

(soutenu)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ηρεμία, γαλήνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ησυχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il y eut un soudain silence lorsque la nouvelle de la guerre s'est répandue.
Ξαφνικά απλώθηκε ησυχία όταν μαθεύτηκαν τα νέα για τον πόλεμο.

ψυχραιμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bien qu'il fût furieux, il garda son sang-froid en public.

αδιάφορος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bob a passé une journée sans histoire au bureau, se contentant d'expédier les affaires courantes.

ξέγνοιαστος, ατάραχος

adjectif (personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ηρεμία, ησυχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ησυχάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le père a calmé son bébé qui était en train de pleurer.

ηρεμώ, γαληνεύω, ησυχάζω, καθησυχάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle caressa le cheval nerveux pour le calmer (or: l'apaiser).
Ακούμπησε χαϊδευτικά το αγριεμένο άλογο για να το καλμάρει.

ταπεινώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'équipe a été calmée par sa défaite.

αποδυναμώνω, εξασθενίζω

verbe transitif (une douleur)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce comprimé va calmer ta douleur.

ηρεμώ

verbe transitif (1)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλμάρω

verbe transitif (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μετριάζω, μειώνω, ελαττώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je ne trouvais aucune excuse pour calmer le directeur en colère.

καταπραϋνω

verbe transitif (la douleur)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mike a besoin de médicaments pour calmer sa douleur.

κόβω

verbe transitif (la faim) (μτφ, πείνα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Samantha mangeait des pêches pour calmer sa faim.

ηρεμώ, ησυχάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle calma les enfants excités d'un simple regard.

κόβω

verbe transitif (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce pain calmera un peu ta faim.
Το ψωμί θα σου κόψει την πείνα για λίγη ώρα.

ηρεμώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le médicament a calmé ses douleurs d'estomac.

εξομαλύνω

verbe transitif (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son explication calma la situation avec le client.

μαλακώνω

verbe transitif (μτφ: ηρεμώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle le calma par quelques phrases gentilles.

κατευνάζω, καταπραϋνω, καθησυχάζω, ηρεμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξενέρωμα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Travailler 14 heures par jour décourageait Anya.

κατευνάζω, ανακουφίζω

(une personne) (κάποιον ή κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maggie faisait de son mieux pour calmer (or: apaiser) l'enfant en pleurs.
Η Μάγκυ έκανε ό,τι μπορούσε για να καθησυχάσει το παιδί που έκλαιγε.

εξευμενίζω, κατευνάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Justin essaya de calmer le bébé en lui donnant de plus en plus de bonbons.

ησυχάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταπραΰνω, μετριάζω

verbe transitif (la douleur)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La pommade a calmé (or: soulagé) la sensation de brûlure de la blessure que Jim avait à la jambe.
Η αλοιφή μετρίασε το αίσθημα καύσου στην πληγή στο πόδι του Τζιμ.

κατευνάζω

verbe transitif (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ηρεμώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a donné un biberon au bébé pour le calmer.
Έδωσε στο μωρό ένα μπουκάλι για να το ηρεμήσει.

συγκρατώ

(ses dépenses,...) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ατάραχος, γαλήνιος, ψύχραιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Linda est restée imperturbable malgré les questions difficiles qu'on lui posait.

κάνω χαλάρωμα

(Sport)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πεζός, βαρετός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ήρεμος, χαλαρός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρομακτικά ήσυχος

συγκροτημένος, ψύχραιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Κάνε ησυχία!, Ησύχασε!, Ηρέμησε!

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Du calme ! Vous allez réveiller grand-père !

ηρέμησε, χαλάρωσε

interjection

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Madame, calmez-vous ! Le docteur va s'occuper de votre fils.

χαλάρωσε, άραξε

(αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hey, du calme mon gars, ou tu vas avoir des problèmes.
Χαλάρωσε μικρέ, αλλιώς θα μπλέξεις.

Ηρέμησε!

interjection

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Calme-toi ! Le problème est résolu.
Ηρέμησε! Το ζήτημα έχει λυθεί.

γαλήνη πριν την καταιγίδα

(figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mary est bien trop calme. J'ai peur que ce ne soit le calme avant la tempête.

νηνεμία,μπουνάτσα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un voilier ne peut pas avancer quand c'est le calme plat.

εσωτερική ισορροπία

εύκολη πορεία στη θάλασσα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποθεραπεία

nom masculin (Sports)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μένω ήρεμος, μένω ψύχραιμος

locution verbale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Il faut garder son calme quand on vous provoque.

δεν χάνω τον έλεγχο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Garde ton calme et continue, tu vas y arriver.

μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Il va essayer de t'énerver mais tu dois rester calme.
Θα προσπαθήσει να σε νευριάσει θα πρέπει όμως να μείνεις ψύχραιμη. Παρακαλείσθε όλοι να μείνετε ψύχραιμοι μέχρι να έρθει η αστυνομία!

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του calme στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του calme

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.