Τι σημαίνει το aussi στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης aussi στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aussi στο Γαλλικά.

Η λέξη aussi στο Γαλλικά σημαίνει επίσης, εξίσου, επίσης, επίσης, επιπλέον, επίσης, επίσης, ακόμα, εξίσου, επίσης, τόσο, τόσο, τόσο, ομοίως, τόσο... όσο, τόσο... όσο, ήδη από, συναγωνίζομαι, μιμούμαι, αμείωτος, μη κρυσταλλικός, πολύ κοφτερός, όσο συχνά θέλεις, όσο συχνά σου αρέσει, όσο συχνά θέλεις, ποτέ, παραδόξως, αναπάντεχα, απρόσμενα, σε αυτό το σημείο, το συντομότερο δυνατό, επίσης, όλα γίνονται για καλό, τόσο καλός όσο, εξίσου καλός, μέχρι, ευτυχώς, το ίδιο ισχύει για, κι εγώ, και εγώ επίσης, και εγώ το ίδιο, γνωστός επίσης και ως, τόσο μακριά όσο, συμβαδίζω, γιατί να μην, συμβαδίζω, όσο απίστευτο και αν ακούγεται, όσο, τόσο εκτός θέματος, όσο ... και να είναι, το ίδιο, όσο, τόσο... όσο, κάνω δεύτερη δουλειά, συμφωνώ, θέλω κάποιον να μοιραστώ τον πόνο μου, είμαι τόσο καλός όσο λένε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης aussi

επίσης

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si tu m'écris je t'écrirai aussi.
Αν μου γράψεις, θα σου γράψω και (or: κι) εγώ.

εξίσου

adverbe (de manière égale) (ίσα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bob mesure 1,78 m et Janet est aussi grande.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Μπομπ είναι 1,78 και η Τζάνετ είναι το ίδιο ψηλή.

επίσης

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
J'aime la crème glacée ; les gâteaux aussi.
Μου αρέσουν τα παγωτά, και επίσης τα κέικ.

επίσης, επιπλέον

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vous resterez après la classe, et je souhaite aussi parler à vos parents.
Θα μείνεις στο σχολείο μετά το μάθημα και θέλω επίσης να μιλήσω με τους γονείς σου.

επίσης

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je veux aller au cinéma et elle aussi.
Θέλω να πάω σινεμά, το ίδιο και εκείνη.

επίσης, ακόμα

(sujets liés)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Papa a accepté de nous laisser utiliser la voiture pour la journée. Et en plus, il va nous donner de l'argent !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι όμορφη, αλλά και έξυπνη συνάμα.

εξίσου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

επίσης

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
William n'a pas seulement invité Sue à la fête, il a aussi invité sa sœur (or: il a invité sa sœur aussi).
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι περικοπές μισθών αφορούν το προσωπικό της αποθήκης καθώς και το τμήμα πωλήσεων.

τόσο

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Est-ce que tu as besoin d'être aussi méchant ?

τόσο

adverbe (niveau)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tu n'iras jamais aussi loin dans tes études.

τόσο

adverbe (degré)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je peux jouer du hautbois aussi fort.

ομοίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les États-Unis envoient son armée au Moyen-Orient pour intervenir dans les conflits armés qui y ont lieu. De même, l'Union européenne envoie des armes et des provisions aussi.
ΟΙ ΗΠΑ στέλνουν τον στρατό τους στην Μέση Ανατολή για να επέμβει σε ένοπλες συρράξεις, και ομοίως η Ευρώπη στέλνει όπλα και προμήθειες.

τόσο... όσο

conjonction

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ce vin est aussi bon que celui-là. // Cette blague est vieille comme le monde.

τόσο... όσο

conjonction

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il n'est pas aussi malin que tout le monde le pense.

ήδη από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'épilation au sucre est utilisée dès le règne de Cléopâtre.

συναγωνίζομαι

(κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le Real Madrid est tellement en forme que les autres équipes ont du mal à suivre.
Η Ρεάλ Μαδρίτης βρίσκεται σε τόσο καλή φόρμα που οι άλλες ομάδες δυσκολεύονται να τη φτάσουν.

μιμούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Voyons si tu peux égaler le résultat de ton frère au test.

αμείωτος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La bataille s'est poursuivie tout au long de la journée avec une fureur toujours aussi intense.

μη κρυσταλλικός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολύ κοφτερός

όσο συχνά θέλεις, όσο συχνά σου αρέσει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
N'hésitez pas à passer me voir aussi souvent que vous le voulez.

όσο συχνά θέλεις

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
N'hésite pas à passer me voir au bureau aussi souvent que tu le veux.

ποτέ

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παραδόξως, αναπάντεχα, απρόσμενα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Chose étonnante, je n'avais jamais mis les pieds dans une église avant aujourd'hui.

σε αυτό το σημείο

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Difficile de comprendre pourquoi il était allé aussi loin.
Ήταν μυστήριο ο λόγος που έφτασε σε αυτό το σημείο.

το συντομότερο δυνατό

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Vous devriez réserver vos places aussi vite que possible, le spectacle que vous voulez aller voir a beaucoup de succès.

επίσης

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tu pourrais acheter du pain... oh, et du lait aussi (or: et aussi du lait).
Μπορείς ν' αγοράσεις λίγο ψωμί; Α, και λίγο γάλα επίσης.

όλα γίνονται για καλό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai perdu mon boulot, mais c'est mieux ainsi parce que maintenant, je peux monter une entreprise, comme je le voulais.

τόσο καλός όσο, εξίσου καλός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il est aussi bon en maths que mon frère.

μέχρι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ευτυχώς

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
C'est aussi bien que j'aie pris ma retraite avant qu'ils aient changé toutes les tâches de mon travail.

το ίδιο ισχύει για

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κι εγώ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu vas à sa fête ? Moi aussi ! Alors, on s'y verra.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα Σαββατοκύριακα κοιμάμαι μέχρι αργά το πρωί. - Το ίδιο κι εγώ.

και εγώ επίσης, και εγώ το ίδιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
- Je t'aime. - Moi aussi.

γνωστός επίσης και ως

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eva Perón, aussi connue sous le nom d'Evita, était une figure politique controversée en Argentine.

τόσο μακριά όσο

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Notre nouvelle épicerie est aussi proche que l'ancienne.
Το νέο παντοπωλείο είναι τόσο μακριά όσο και το παλιό.

συμβαδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γιατί να μην

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je pourrais aussi bien venir avec vous.
Ας έρθω μαζί σου.

συμβαδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La vieille dame avait du mal à aller aussi vite que sa jeune petite-fille.
Η γριά γυναίκα αγωνιζόταν για να καταφέρει να συμβαδίσει με τη νεαρή εγγονή της.

όσο απίστευτο και αν ακούγεται

(en début de phrase)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aussi incroyable que ça puisse paraître, Mark a décidé de se marier alors qu'il a toujours dit qu'il préférait rester célibataire.

όσο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Aussi longtemps que tu vivras sous mon toit, tu obéiras à mes règles, jeune fille !
Όσο ζεις στο δικό μου σπίτι, θα υπακούς στους κανόνες μου, νεαρή μου!

τόσο εκτός θέματος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όσο ... και να είναι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous ne pouvons accepter aucune erreur, si petite soit-elle.
Δεν μπορούμε να αποδεχτούμε λάθη, όσο μικρά και να είναι.

το ίδιο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La santé mentale et santé physique sont tout aussi importantes.
Η ψυχική και η σωματική υγεία είναι εξίσου σημαντικές.

όσο

Tant qu'il y a de la nourriture, le peuple acceptera n'importe quelle autorité.
Εφόσον υπάρχει αρκετό φαγητό και νερό, ο κόσμος θα δεχτεί κάθε αρχή ή στρατό.

τόσο... όσο

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Mon jardin est aussi long qu'un terrain de foot.
Ο κήπος μου έχει μήκος όσο ένα γήπεδο ποδοσφαίρου.

κάνω δεύτερη δουλειά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Notre entreprise paie si mal que la moitié du personnel a un deuxième travail.

συμφωνώ

(ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tous les élèves s'accordent à dire que c'est une bonne professeur.
Όλοι οι μαθητές συμφωνούν ότι είναι καλή δασκάλα.

θέλω κάποιον να μοιραστώ τον πόνο μου

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι τόσο καλός όσο λένε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aussi στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.