Τι σημαίνει το caça στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης caça στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του caça στο πορτογαλικά.

Η λέξη caça στο πορτογαλικά σημαίνει κυνήγι, θήραμα, σκατά, κυνήγι, κακά, κακά, κακάκια, μαχητικό αεροσκάφος, θήραμα, λάθος, λαθάκι, σκατά, φτηνιάρικος, μαχητικό αεροσκάφος, κυνήγι, κυνήγι, θήραμα, κυνήγι, θήραμα, κακά, κυνήγι, κυνηγητό, επιδίωξη της επίτευξης, ανθρωποκυνηγητό, καταδίωξη, άτομο που βρίσκει υποψήφιους εργαζόμενους, ναρκαλιευτικό, κουλοχέρης, προικοθήρας, μηχανή καζίνου με κέρματα, κουλοχέρης, φρουτάκια, κυνηγός φαντασμάτων, clickbait, κουλοχέρης, ζώο που πιάνει ποντίκια, κυνηγός ταλέντων, έντονη γεύση, έντονη γεύση, με οποιοδήποτε τρόπο, κυνηγόσκυλο, λαθροθηρία, ιχνηλάτης, φοξχάουντ, οδηγός, συνοδός, βολφχάουντ, κυνήγι αλεπούς με άλογα, μεγάλο θήραμα, φτερωτό θήραμα, κυνηγόσκυλο, περιοχή κυνηγιού, περιοχή για κυνήγι, κυνηγός ταλέντων, κυνήγι μαγισσών, κυνήγι αλεπούς, κυνηγόσκυλο, κυνήγι, κυνηγετικό μαχαίρι, άδεια κυνηγιού, κυνηγετική περίοδος, κυνήγι, κατάστημα με ηλεκτρονικά παιχνίδια, κυνηγετική περίοδος, κυνήγι θησαυρού, το κυνήγι του θησαυρού, κρυπτόλεξο, κυνήγι κρυμμένων πασχαλινών αυγών, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πάω να βρω κπ/κτ, πάω να ψάξω κπ/κτ, πάω να αναζητήσω κπ/κτ, πάω για κυνήγι, βομβαρδίζω κάνοντας βουτιά, υπεύθυνος πρόσληψης προσωπικού, υπεύθυνη πρόσληψης προσωπικού, πόιντερ, σέτερ, κυνηγάω, κυνηγώ, πόιντερ, χάριερ, περιοχή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης caça

κυνήγι

substantivo feminino (esporte)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ken levou o irmão dele para caçar no aniversário de dez anos.
Ο Κεν πήγε τον γιο του για κυνήγι στα 10α γενέθλιά του.

θήραμα

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nós perseguimos caça tipo peru selvagem.
Υπάρχουν άφθονα θηράματα στη γη του Βαρώνου. Κυνηγάμε θηράματα όπως άγριες γαλοπούλες.

σκατά

(informal) (καθομ: χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κυνήγι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Highland Perthshire oferece grandes oportunidades de caça.

κακά

substantivo masculino (zoologia: papagaio neozelandês) (πουλί)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κακά, κακάκια

substantivo feminino (infantil: fezes) (παιδική λεξούλα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μαχητικό αεροσκάφος

substantivo masculino (aeronave)

θήραμα

substantivo feminino (que está sendo perseguido, caçado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Neste filme, é difícil saber quem é o caçador e quem é a caça.

λάθος, λαθάκι

substantivo feminino (figurado, informal: erro, acidente)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκατά

(BRA, informal: algo ruim) (καθομιλουμένη, άκομψο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

φτηνιάρικος

adjetivo (figurativo, gíria) (φτηνός κ κακής ποιότητας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαχητικό αεροσκάφος

substantivo masculino

κυνήγι

(esporte)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O fazendeiro sempre leva seus cachorros consigo para a caça.
Ο αγρότης πάντα παίρνει τα σκυλιά του μαζί του στο κυνήγι.

κυνήγι

(με γενική ή για κτ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A caça aos peixes ocupa a maior parte do dia de uma foca.
Μια φώκια ασχολείται το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας της με το κυνήγι των ψαριών.

θήραμα

(κυνήγι: ζώο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O caçador de veados conseguiu sua primeira caça quando ele tinha dezessete anos.
Ο ελαφοκυνηγός έπιασε το πρώτο του θήραμα όταν ήταν 17 χρονών.

κυνήγι

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eles foram caçar perus.

θήραμα

substantivo feminino (quantidade) (κυνήγι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sua pesca é limitada a três peixes por mês.
Επιτρέπεται να πιάσεις τρία ψάρια τον μήνα.

κακά

(informal)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κυνήγι

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O time está em busca do campeonato.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η καταδίωξη του ληστή ήταν εύκολη υπόθεση για τους αστυφύλακες.

κυνηγητό

(μεταφορικά: για κτ/κπ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A busca pelo assassino durou vários anos.
Η αναζήτηση του δολοφόνου κράτησε αρκετά χρόνια.

επιδίωξη της επίτευξης

(με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Angela está determinada na busca de suas ambições.

ανθρωποκυνηγητό

substantivo feminino (a alguém)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καταδίωξη

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A perseguição policial terminou na captura do suspeito.
Η καταδίωξη της αστυνομίας ολοκληρώθηκε με τη σύλληψη του υπόπτου.

άτομο που βρίσκει υποψήφιους εργαζόμενους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ναρκαλιευτικό

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κουλοχέρης

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προικοθήρας

substantivo masculino, substantivo feminino (por meio de casamento rico)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μηχανή καζίνου με κέρματα, κουλοχέρης

(máquina de cassino operada por moedas)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φρουτάκια

substantivo masculino invariável (jogo) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κυνηγός φαντασμάτων

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

clickbait

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κουλοχέρης

substantivo masculino (BRA)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Michelle passa todo seu tempo livre jogando no caça-níqueis.
Η Μισέλ περνάει όλο τον ελεύθερό της χρόνο παίζοντας φρουτάκια.

ζώο που πιάνει ποντίκια

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυνηγός ταλέντων

substantivo masculino, substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

έντονη γεύση

locução adjetiva (για τρόφιμο)

έντονη γεύση

locução adjetiva (como animal de caça) (για τρόφιμο)

Αυτό το κρέας έχει έντονη γεύση.

με οποιοδήποτε τρόπο

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυνηγόσκυλο

(raça canina)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Peter criou um cão de caça para ir caçar com ele.
Ο Πήτερ μεγάλωσε ένα κυνηγόσκυλο για να πηγαίνουν μαζί για κυνήγι.

λαθροθηρία

(επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Το παράνομο κυνήγι ελεφάντων είναι ένα σοβαρό πρόβλημα στην προστατευόμενη περιοχή.

ιχνηλάτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φοξχάουντ

(ράτσα κυνηγόσκυλων)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οδηγός, συνοδός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

βολφχάουντ

κυνήγι αλεπούς με άλογα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μεγάλο θήραμα

substantivo feminino (caça de animais grandes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φτερωτό θήραμα

Henrique se divertia caçando aves de caça como a galinha, o perdiz e o faisão.

κυνηγόσκυλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Os sabujos e os perdigueiros são alguns dos melhores cães de caça.

περιοχή κυνηγιού, περιοχή για κυνήγι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυνηγός ταλέντων

(informal: recrutador)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

κυνήγι μαγισσών

substantivo feminino (figurado: perseguição) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κυνήγι αλεπούς

(esporte)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κυνηγόσκυλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κυνήγι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κυνηγετικό μαχαίρι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άδεια κυνηγιού

(autorização para caçar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κυνηγετική περίοδος

(temporada anual)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κυνήγι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κατάστημα με ηλεκτρονικά παιχνίδια

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κυνηγετική περίοδος

(período de caça anual)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κυνήγι θησαυρού

substantivo feminino (jogo: procurar por algo precioso)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

το κυνήγι του θησαυρού

(παιχνίδι)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κρυπτόλεξο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κυνήγι κρυμμένων πασχαλινών αυγών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(caça a pássaros)

πάω να βρω κπ/κτ, πάω να ψάξω κπ/κτ, πάω να αναζητήσω κπ/κτ

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάω για κυνήγι

locução verbal (caçar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu iria à caça se estivesse faminto e não tivesse o que comer.

βομβαρδίζω κάνοντας βουτιά

expressão verbal (για αεροσκάφος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπεύθυνος πρόσληψης προσωπικού, υπεύθυνη πρόσληψης προσωπικού

(agente de recrutamento)

πόιντερ, σέτερ

(ράτσα)

κυνηγάω, κυνηγώ

expressão

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πόιντερ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χάριερ

substantivo masculino (Harrier Jump Jet)

περιοχή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A região de caça da puma ia da extremidade da cidade até o rio.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του caça στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.