Τι σημαίνει το defender στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης defender στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του defender στο πορτογαλικά.

Η λέξη defender στο πορτογαλικά σημαίνει υπερασπίζομαι, υπερασπίζομαι, υπερασπίζομαι, υπερασπίζομαι, υπερασπίζομαι, υπερασπίζομαι, διεκδικώ δικαιώματα, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω, αιτιολογώ, υπερασπίζω, υπερασπίζομαι, υπερασπίζομαι, υποστηρίζω, υπερασπίζομαι, υποστηρίζω, υπερασπίζομαι, υποστηρίζω, επικυρώνω, εκφράζω την άποψή μου, υπερασπίζομαι, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω, φυλάω τα νώτα κπ, προστατεύω, προφυλάσσω, προστατεύω, προφυλάσσω, υποστηρίζω, επιβεβαιώνω, επαληθεύω, υποστηρίζω, προστατεύω, προφυλάσσω, υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, αποκρούω, απομακρύνω, υπεκφεύγω, αποκρούω, αποτρέπω, αποφεύγω, τα καταφέρνω, υποστηρίζω, υποστηρίζω μια ιδέα, υπερασπίζομαι μια ιδέα, αγορεύω ενώπιον του δικαστηρίου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης defender

υπερασπίζομαι

verbo transitivo (jurídico)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Como pode um advogado justificar o ato de defender um homem tão malvado?
Πως μπορεί ένας δικηγόρος να δικαιολογήσει το να υπερασπίζεται έναν τόσο κακό άνθρωπο;

υπερασπίζομαι

verbo transitivo (αθλητικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O boxeador vai tentar defender o seu título hoje à noite.
Ο πυγμάχος θα προσπαθήσει να υπερασπιστεί τον τίτλο του απόψε.

υπερασπίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O time defendeu bem o gol no segundo tempo.
Η ομάδα υπερασπίστηκε καλά το τέρμα της στο δεύτερο ημίχρονο.

υπερασπίζομαι

verbo transitivo (argumento, causa: apoio)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A visão dele sobre o assunto era completamente diferente da dela, mas ela defendeu sua posição bem.
Η άποψή του επί του θέματος ήταν τελείως διαφορετική από τη δική της, εκείνη όμως υπερασπίστηκε επαρκώς τη θέση της.

υπερασπίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quem defendeu o forte quando a tropa partiu?
Ποιος υπερασπίστηκε το οχυρό όταν έφυγαν τα στρατεύματα;

υπερασπίζομαι, διεκδικώ δικαιώματα

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Johnston era um herói que defendeu seus sequestradores sem se preocupar com sua própria segurança.

επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω, αιτιολογώ, υπερασπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπερασπίζομαι

verbo transitivo (verbalmente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπερασπίζομαι, υποστηρίζω

(defender, ajudar) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπερασπίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Martin Luther King Jr. defendeu os direitos dos afro-americanos.
Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ο νεότερος υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών.

υποστηρίζω

verbo transitivo (άποψη, θέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este partido defende o pagamento justo e os direitos dos trabalhadores.
Οι θέσεις του κόμματος είναι η δίκαιη αμοιβή και τα δικαιώματα των εργαζομένων.

υπερασπίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O réu contratou um advogado para defender seu caso no tribunal. Nancy gosta de defender seu ponto de vista.
Ο κατηγορούμενος προσέλαβε έναν δικηγόρο για να υπερασπιστεί την υπόθεσή του στο δικαστήριο.

υποστηρίζω

verbo transitivo (promover,recomendar) (άποψη, θέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu defendo (or: advogo) que retornemos ao modelo antigo de negócio.
Υποστηρίζει την επιστροφή στο παλιό μοντέλο εργασίας.

επικυρώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O juiz sustentou a decisão da corte inferior.
Ο δικαστής επικύρωσε την απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου.

εκφράζω την άποψή μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπερασπίζομαι, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φυλάω τα νώτα κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προστατεύω, προφυλάσσω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A parede protegeu John do vento.
Ο τοίχος προστάτευσε (or: προφύλαξε) τον Τζον από τον αέρα.

προστατεύω, προφυλάσσω

verbo transitivo (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os pais frequentemente querem proteger seus filhos.
Οι γονείς συχνά επιθυμούν να προστατέψουν τα παιδιά τους.

υποστηρίζω

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vou ficar do seu lado aconteça o que acontecer, pode confiar em mim.
Θα σε υποστηρίξω ο,τι και να γίνει, μπορείς να βασιστείς πάνω μου.

επιβεβαιώνω, επαληθεύω

verbo transitivo (jurídico: corroborar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O testemunho dela sustentou a afirmação dele.

υποστηρίζω

verbo transitivo (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O professor defende que é melhor aprender uma língua estrangeira o mais jovem possível.

προστατεύω, προφυλάσσω

(proteger de ataque)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπερασπίζομαι τον εαυτό μου

verbo pronominal/reflexivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποκρούω, απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A mulher de 26 anos brigou com os agressores com muitos chutes e socos.
Η 26χρονη γυναίκα απέκρουσε γενναία τους επιτιθέμενους με αρκετές κλωτσιές και μπουνιές.

υπεκφεύγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκρούω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποτρέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os fabricantes esperam evitar regulações mais restritivas do governo.
Οι κατασκευαστές ελπίζουν να αποτρέψουν αυστηρότερους κυβερνητικούς κανονισμούς.

αποφεύγω

(πχ ερώτηση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα καταφέρνω

(governar-se bem)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Não sei como, mas sempre me arranjei sozinha nesta vida.
Δεν ξέρω πώς, αλλά τα έχω φέρει βόλτα (or: τα έχω βγάλει πέρα) τόσα χρόνια.

υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποστηρίζω μια ιδέα, υπερασπίζομαι μια ιδέα

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγορεύω ενώπιον του δικαστηρίου

(advogado: representar os defensores no tribunal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του defender στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.